Ενενήντα Επτά - To Περιοδικό της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας |
Μια συνομιλία του Μανόλη και της Νόρας
Αναγνωστάκη με τον Θέμη Λιβεριάδη, που καταγράφηκε πρόσφατα στην
Αθήνα.
Θ.Λ. Άλλο ένα βράδυ, φωτισμένο από τις φροντίδες της Νόρας, που προλαμβάνει τις επιθυμίες μας... Θυμάμαι πώς πρωτογνωριστήκαμε, πότε πρωτομιλήσαμε δηλαδή... 1963 στην «Τέχνη», τότε στην οδό Κομνηνών. Ήταν κάτι «μαθήματα», ανάγνωσης νομίζω τα είχε ονομάσει, ο Γιώργος ο Σαββίδης για τον Σεφέρη, επί τέσσερις εβδομάδες και στο τελευταίο ήρθε και ο ίδιος ο ποιητής, που βομβαρδίστηκε από τις «πρώτες» καρέκλες με πολλές ερωτήσεις. Οι πιο πολλές βέβαια, τουλάχιστο για την ηλικία μου, έμοιαζαν άσκοπες, ή πολύ συμβατικές, εξ' ου και τόλμησα να εκφράσω την αντίδρασή μου.
Μ.Α. Τη βραδιά εκείνη τη θυμάμαι πολύ καλά... Ήτανε και για μένα μια συγκινητική στιγμή... Θυμάμαι σχεδόν όλες τις ερωτήσεις που γίνανε και κυρίως τις απαντήσεις που έδωσε ο Σεφέρης. Θυμάμαι και την νεανική σου δυσφορία, που εγώ όμως την υποστήριξα.
Θ.Λ. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, στο Λαύκος Πηλίου, σου έγραψα ένα ας το πούμε γράμμα, που ωστόσο δεν ταχυδρομήθηκε... Είχε σαν αφορμή εκείνη τη βραδιά και τα όσα ειπώθηκαν. Μες στα 35 σχεδόν χρόνια που πέρασαν, πώς βλέπεις, Μανόλη, ανάλογες-πρόσφατες εκδηλώσεις;
Μ.Α. Εμένα μου φαίνονται ίδιες, κι οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις, είναι περίπου ίδιες. Δεν πρέπει να ρωτάμε ποτέ αυτονόητα πράγματα έναν καταξιωμένο ποιητή. Από τη στιγμή που γνωρίζουμε το έργο του, τη ζωή του, την έκφραση και την προσφορά του, δεν ρωτάμε πράγματα, στα οποία δυσκολεύεται καμιά φορά να απαντήσει και ο ίδιος. Οι περισσότεροι, σε τέτοιες περιπτώσεις, θέλουμε μάλλον να επαναλάβουμε ή να επιβεβαιώσουμε τις δικές μας απόψεις παρά την άποψη του δημιουργού, και πολλές φορές τον φέρνουμε και σε δύσκολη θέση.
Θ.Λ Μια άλλη εικόνα που διατηρώ έντονη από κείνη την εποχή είναι στο γήπεδο του Άρη, στου Χαριλάου: μια κερκίδα μόνο, κι αυτή «μισή», χιονόνερο με βαρδάρη μαζί, λάσπες, κι εσύ με μαύρη ομπρέλα σκυθρωπός...
Μ.Α. Ναι, το ξέρεις, αγαπούσα πολύ το ποδόσφαιρο. Τότε ήταν η εποχή που πήγαινα στο γήπεδο ανελλιπώς. Κάθε Κυριακή. Οι ομάδες που συμπαθούσα ήταν οι μικρότερες, οι πιο αδύνατες...
Ν.Α. Πάντα υπέρ των αδυνάτων...
Θ.Λ. Εγώ είχα οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι ήταν Απόλλων Καλαμαριάς...
Μ.Α. Όχι, δεν ήμουν Απόλλων Καλαμαριάς. Ήμουνα με τον Απόλλωνα Αθηνών. Ναι... την «ελαφρά ταξιαρχία», όπως την λέγαμε τότε, η οποία για πολλές χρονιές ήταν η πιο αδύνατη ομάδα. Μικρότερος ήμουνα με τις ομάδες της Θεσσαλονίκης - πάντοτε, και ιδιαίτερα με τον ΠΑΟΚ, που ήταν τότε μικρή ομάδα σε σχέση με τις ομάδες του κέντρου, του ΠΟΚ που λέγαμε. Ποτέ με αυτές, οι οποίες ήτανε πιο δυνατές.
Θ.Λ. Με ποιους πήγαινες συνήθως στο γήπεδο;
Μ.Α. Με διάφορους, με τον Κλείτο Κύρου και άλλους...
Θ.Λ. Ο Κλείτος τι ομάδα ήταν;
Μ.Α. Ηρακλής. Τους φωνάζαμε γεροντοκόρες. Και μαλώναμε πότε-πότε. Αργότερα, όταν μεγάλωσε ο γιός μου πηγαίναμε και μαζί. Τώρα βέβαια έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα, όλα, και το ποδόσφαιρο. Η τεχνική, τα λεφτά, οι managers... Σχεδόν όλη του η ομορφιά έχει καταστραφεί. Τώρα μπήκε καταλυτικά το χρήμα. Τότε παίζανε για τη φανέλα, για την ομάδα, και για μια πορτοκαλάδα...
Θ.Λ. Με χαρά έμαθα πως εκδόθηκε πάλι πρόσφατα «Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης», που από χρόνια είχε εξαντληθεί. Εγώ μόνο, το δάνεισα σε τρεις-τέσσερις φίλους, που το ψάχναν επίμονα και δεν το βρίσκανε...
Σ' αυτό το βιβλίο υπήρχε μια δέσμευση χρονική για την έκδοση και των «Ανώμαλων ρημάτων» του ίδιου. Μήπως, στα δέκα χρόνια που μεσολάβησαν από τότε, «δόθηκε κάποια αναστολή», ή αναιρέθηκαν οι λόγοι που απαγόρευαν κάτι τέτοιο;
Μ.Α. Όπως ξέρεις και το είπες, είχα θέσει ως όρο είκοσι χρόνια και μετά να εκδοθούν τα ποιήματα αυτά «Τα ανώμαλα ρήματα». Μετά είκοσι χρόνια και τον θάνατο των προσώπων που υπάρχουν μέσα σ' αυτά. Δεν πέρασαν βέβαια τα είκοσι χρόνια. Πέρασαν δέκα μονάχα χρόνια...
Θ.Λ. Μάλιστα. Συμπληρώνω απλώς ότι έθεσα το ερώτημα, με την ελπίδα μήπως, στο διάστημα αυτό, άρχισε κάποια διαδικασία «απονομής χάριτος» στους αναγνώστες.
Μ.Α. Όχι, καμία χάρη, καμία. Θα εκδοθούνε δέκα χρόνια από τώρα. Ο χώρος της ποίησης... ναι... είναι αυστηρότερος στις «χάρες». Ελπίζουμε να εκδοθούνε μετά δέκα χρόνια, αν τότε υπάρξουν οι συνθήκες, βέβαια, να δοθούνε στη δημοσιότητα.
Ν.Α. Θέλω να πω κάτι πάνω σ' αυτό. Νομίζω ότι για την έκδοση του «Μανούσου Φάσση» είμαι κατά μέγα μέρος υπεύθυνη, γιατί όλη αυτή η σατιρική πλευρά του Μανόλη ήτανε μία πλευρά εντελώς κρυφή. Την ήξερε μόνο ο στενός κύκλος των φίλων, κι ήταν σα να απέκρυπτε ένα κομμάτι της προσωπικότητάς του, ένα κομμάτι από την πραγματική του υπόσταση, η οποία ήταν εντελώς συναφής με τα υποτιθέμενα σοβαρά ποιήματα. Εγώ δεν νομίζω πώς ο Μανούσος Φάσσης είναι λιγότερο σοβαρός από τα άλλα. Επιφανειακά δείχνει ότι είναι μια ελαφρά όψις, μια σατιρική πλευρά της ζωής, ή και αυτοσαρκασμός, αλλά βασικά πιστεύω ότι είναι εντελώς σύμφυτη με τον «σοβαρό» Αναγνωστάκη ο Μανούσος Φάσσης... Ήταν λοιπόν ένα δικό μου σπρώξιμο, συνεχές, όπου του έλεγα ότι δεν είναι δυνατό να αποκρύπτεις από τον κόσμο το αληθινό σου πρόσωπο... Και όχι μόνο δεν αισθάνομαι ... ένοχη, αλλά αισθάνομαι και υπερήφανη γι' αυτό.
Θ.Λ. Και είναι πολύ φυσικό να αισθάνεσαι έτσι. Όσο μετράει και η δική μου άποψη, o «Μανούσος Φάσσης» είναι ίσως μια ανεπανάληπτη στιγμή στην νεοελληνική λογοτεχνία, ένα υπόδειγμα, όχι μόνο για το επί μέρους «σώμα» του έργου, αλλά ύφους, δομής και παρουσίασης. Δεν υπάρχει μόνο κάποιος Φάσσης, σαν αντίποδας στον Αναγνωστάκη, είναι ένα ντοκουμέντο, ένα μωσαϊκό, πώς να το πω, μια τεράστια τοιχογραφία χρονο-γραφημάτων...
Ν.Α. Ακριβώς, για όποιον ξέρει. Γιατί ήθελα να προσθέσω ότι όποιος δεν γνωρίζει αυτή την όψη του Μανόλη, την διακωμωδητική, ας πούμε, αντίληψη, του τρόπου που βλέπει τα πράματα, δεν μπορεί να καταλάβει και το υπόλοιπο έργο του. Δηλαδή είναι εντελώς λειψή η αίσθηση της ποίησής του, αν το βλέπει κανείς μονομερώς από τη σοβαρή πλευρά. Αυτή είναι η μια άποψη. Ο Μανούσος Φάσσης είναι η άλλη.
Θ.Λ. Το ξέρω. Ωστόσο, πάνω στη νύξη που έκανες ότι αυτό είναι το αληθινό του πρόσωπο, θα μου επιτρέψεις...
Ν.Α. Όχι, Θέμη. Κατάλαβα τι θέλεις να πεις, αλλά δεν εννοούσα αυτό. Είναι ακριβώς οι δύο όψεις του φεγγαριού. Δηλαδή, αν κάποιος αγνοεί αυτή την πλευρά, είναι σα να μην ξέρει τον άνθρωπο, άρα δεν μπορεί να καταλάβει και τα ποιήματά του.
Θ.Λ. Θέλω, παρ' όλα αυτά να διευκρινίσουμε: πώς εμφανίζονταν επί χρόνια με τόση ομοιογένεια η «σοβαρή» ποίηση του Μανόλη, ενώ παράλληλα, ας πω στον στάβλο, κρατιόταν «πεταλωμένο» ένα εξ ίσου «καθαρόαιμο», ο Μανούσος...
Ν.Α. Μα δεν κρατιόταν. Συνυπήρχε. Απλώς ήταν στην σκοτεινή πλευρά. Όσοι όμως τον ζούσαμε καθημερινά, βλέπαμε ότι αυτό είναι σύμφυτο, γιατί ο Μανόλης δεν ήταν ποτέ ακραιφνώς δραματικός. Είναι ένας άνθρωπος, που έχει συναίσθηση και της αρνητικής, ας το πως έτσι, πλευράς της σοβαροφάνειας, που είναι και το πιο ισχυρό σημείο, διότι έτσι κρατάς τις ισορροπίες σου, σ' όλα τα πράγματα...
Θ.Λ. Μανόλη, διαβάζεις αυτό τον καιρό νεώτερους ποιητές;
Μ.Α. Όχι πολύ, εκτός από τα ποιήματα που μου στέλνουν. Δεν ψάχνω πια να βρω νέους ποιητές, ενώ κάποτε έψαχνα, τους διάβαζα... Εκείνο που θα μπορούσα να πω, είναι ότι μοιάζουν καλοί, οι περισσότεροι μιλάνε μια σωστή γλώσσα, ίσως καλύτερη από τη δική μας, αλλά βέβαια δεν έχουν τα ίδια βιώματα. Είναι άλλη εποχή...
Θ.Λ. Ένα πρόβλημα με τους νέους σήμερα είναι το πώς θα διαβαστούν, ποια θα είναι η τύχη που τους πρέπει. Μου φαίνεται ότι τα τελευταία χρόνια, που εκδίδονται τόσα πολλά βιβλία, η προοπτική τους περιορίζεται. Πώς μπορεί να ξεχωρίσει ένας άγνωστος ποιητής, έξω από κυκλώματα, ας πούμε στην επαρχία...
Μ.Α. Δεν συμφωνώ απόλυτα. Και τότε ήσαν πολλοί οι ποιητές. Έπρεπε να διαλέξεις ανάμεσα σε πολλούς. Μην κοιτάς που τώρα πέρασαν τα χρόνια και ξεχώρισαν μερικοί. Δεν μπορείς ποτέ να προβλέψεις ποιοι θα μείνουν. Η χρονική απόσταση, η διάρκεια, τους ξεχωρίζει και κατασταλάζουν...
Θ.Λ. Θα ήθελα να κουβεντιάσουμε σχετικά κάτι που, εγώ τουλάχιστο, επεσήμανα εδώ και λίγα χρόνια. Ένα ακατανόητο και γι' αυτό ανησυχητικό σύμπτωμα. Ορισμένοι, ποιητές και ποιήτριες, εκφράζονται σε μια ακατάληπτη, θα 'λεγα, φόρμα. Δεν ξέρω αν αυτό γίνεται σκόπιμα, ή έτσι τους βγαίνει. Αρκετές φορές παιδεύτηκα να καταλάβω (τις περισσότερες μάλιστα χωρίς αποτέλεσμα) τι θέλουν να πουν, ακριβώς από τον τρόπο που το διατυπώνουν, από την εκφραστική τους φόρμα. Δηλαδή, προσπαθούσα δια μέσου δέκα, ας πούμε, επάλληλων στίχων, να βρω ποιο το υποκείμενο, ποιο το κυρίως ρήμα, και πού το αντικείμενο... Πώς να ανασύρει λοιπόν κάποιος την συγκίνηση, που είναι το ζητούμενο, όταν δεν τον βοηθάει ούτε ένα, υποτυπώδες έστω, συντακτικό. Θυμάμαι πάλι εκείνο που είπε ο Σεφέρης «Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη...». Και συμπληρώνω με μια προσωπική μου αυθαιρεσία πως κάποιες χάρες δεν δίδονται. Ή τις έχεις, ή δεν τις έχεις. Φοβάμαι, λοιπόν, μήπως αυτό το ακατανόητο είναι ένα είδος «καμουφλάζ» που προσπαθεί να κρύψει κάποιο κενό...
Ν.Α. Πάνω σ' αυτό που λες, το ακατανόητο, κατ' αρχήν, έχω την εντύπωση ότι οι άνθρωποι που διαβάζουν ποίηση την πλησιάζουν με τον πιο απλό τρόπο, δηλαδή πλησιάζουν εκείνο που μπορούνε να καταλάβουν. Εκείνο που νοηματικά τους μεταδίδεται. Όμως δεν είναι αυτή η πραγματική ανταπόκριση που περιμένει ένας ποιητής. Δεν λέει πάντοτε πράγματα που περιμένει ο άλλος να τα «εισπράξει», έστω και με τη συγκίνηση, με κάποιο συναίσθημα. Είναι ένας άλλος χώρος ο καθαρά ποιητικός, που είναι ένας χώρος αρκετά δύσκολος και για τον ίδιο τον ποιητή, που δίνει μια μάχη με τον ίδιο τον εαυτό του... Όταν αυτή η διεργασία φθάσει στο απροχώρητο, όταν αγγίζει ο ποιητής το απόλυτο σημείο, να εκφράσει, περίπου, το ανείπωτο της ύπαρξής του, εκεί το πράμα λιγάκι μπερδεύεται, δεν μπορεί το όποιο αποτέλεσμα να μεταδοθεί, και τον προβληματισμό αυτόν τον εισπράττουν ορισμένοι μόνο.
Θ.Λ. Γνωρίζω το κλίμα, τη δίνη μέσα στην οποία βρίσκεται ένας γνήσιος δημιουργός, όταν προσπαθεί να εκφραστεί. Επανέρχομαι όμως, διευκρινίζοντας με τη βοήθειά σου, σ' αυτό που σας εξομολογήθηκα σαν προσωπική μου διαπίστωση, για να μην πω υποψία... Ως προς το σημείο λοιπόν, που εύστοχα χαρακτήρισες απόλυτο, και σαν τέτοιο, είναι αδιέξοδο για τους δημιουργούς και ακατανόητο για τους περισσότερους δέκτες, έχουμε να κάνουμε με μια ιδιοφυία, με μια υπέρβαση, με μια ίσως, καλώς εννοούμενη τρέλα. Οπότε είναι εύλογο: οι περισσότεροι δεν αισθάνονται άνετα με μια τέτοια «συνάντηση», σε μια στιγμιαία, έστω, συνύπαρξη με μια μεγαλοφυία ή έναν τρελό... Εγώ όμως, αναφέρθηκα σε περιπτώσεις όπου το εργαλείο αυτής της έκφρασης, δηλαδή η γλώσσα, είναι κάπως ακρωτηριασμένη, δηλαδή δεν λειτουργεί προς τα έξω. Της λείπουν στοιχεία...
Μ.Α. Αμεσότητας.
Θ.Λ. Ακριβώς. Αυτό ήθελα να πω και πριν, όταν χρειάσθηκε να επικαλεσθώ έλλειψη συντακτικού. Και βέβαια, ένας που κάθεται και γράφει, ξέρει πολύ καλά συντακτικό. Άλλα πράγματα λείπουν...
Ν.Α. Άκου, Θέμη... Ίσως είναι και ένα είδος αυτοκτονίας αυτό. Ας πούμε είναι ορισμένοι ποιητές που έχουν φθάσει σ' αυτό το σημείο του απροχώρητου, που λέγαμε, ώστε αυτοκτονούν από πλευράς επικοινωνίας. Δηλαδή δεν τους ενδιαφέρει πια αν θα λειτουργήσουν με τους άλλους. Δικαίωμά τους. Εγώ το σέβομαι... Στο κάτω-κάτω, δες πόσοι «κολακεύουν» το κοινό, δηλαδή πόσοι συγγραφείς δεν γράφουνε μόνο για να τους διαβάσει ο κόσμος και να τους εισπράξει. Θέλω να πω, οι άνθρωποι που είναι απομονωμένοι κάπου και κοιτάνε μόνο αυτό που έχουνε μέσα τους, και θέλουνε να το βγάλουνε, όπως βγαίνει-σκοτεινό, τι λάθος κάνανε; Τον εαυτό τους προσπαθούν να βρουν. Εδώ έχω έναν σεβασμό...
Θ.Λ. Μ' αυτή την έννοια, Νόρα, έχεις δίκιο και συμφωνώ. Για περιπτώσεις τέτοιων δημιουργών υπάρχει μια δικαίωση. Άλλωστε, αυτοί συνήθως είναι ολιγογράφοι, δεν εκ-δίδονται συχνά. Φοβάμαι όμως τους «Δούρειους ίππους».
Ν.Α. Είπα πως έχω έναν σεβασμό μεγάλο. Σ' αυτούς όμως που ειλικρινά το κάνουν. Όχι σ' αυτούς που παριστάνουν τους «σκοτεινούς»...
Θ.Λ. Μανόλη, μια που δεν μπορούμε να ... εξαντλήσουμε την ποίηση, από τη σημερινή Ελλάδα τι είναι αυτό που σε «πληγώνει» περισσότερο;
Μ.Α. ...Η αδιαφορία.
Θ.Λ. Σαν «έτοιμος από καιρό» έδωσες την απάντηση.
Μ.Α. Τι να πω... Ζούμε άλλες εποχές, οι οποίες διαφέρουν από τις δικές μας πάρα πολύ. Όχι ότι ήταν καλύτερες βέβαια οι δικές μας, αλλά τώρα είναι κάτι άλλο κι εμείς δυσκολότερα προσαρμοζόμαστε σήμερα. Γι αυτό συνήθως απέχουμε...
Ν.Α. Πολύ καίρια το είπες: η αδιαφορία. Νομίζω ότι οι άνθρωποι σήμερα είναι κατ' εξοχήν αβοήθητοι γιατί ...όλοι θέλουν να βοηθήσουν. Δε γίνεται τίποτε άλλο από μια προσπάθεια όπου οι μεν επιδιώκουν να πείσουνε τους δε ότι πάσχουν και πρέπει να τους ενημερώσουν, να τους ανοίξουνε τα μάτια. Όλη αυτή η υπέρμετρη προσφορά βοήθειας, που είναι συνήθως άνευ ουσίας και γίνεται, από όποιους γίνεται, δεν ξέρω για ποιους λόγους, καθιστά τους άλλους ακόμα πιο αβοήθητους. Οι περισσότεροι δεν έχουν πού να ακουμπήσουν, κι όσοι είναι πιο δυνατοί ακουμπούνε στον εαυτό τους. Μοιάζουνε ζαλισμένοι...
Θ.Λ. Θυμάμαι που για τη γενιά των γονιών μας λέγανε πως είναι κουρασμένοι και ταλαιπωρημένοι γιατί τράβηξαν πολλά: πόλεμος, κατοχή, πείνα, εμφύλιος, κ.λπ. Ωστόσο λειτουργούσαν, θα 'λεγα, πιο φυσιολογικά. Τους ενδιέφερε ο πλαϊνός τους και τα όσα συνέβαιναν, πιο ουσιαστικά. Σήμερα, μετά μισόν αιώνα, μέσα από παιδικές μνήμες και βιώματα, διαπιστώνω, συγκριτικά πια, πως, παρ' όλα αυτά, οι άνθρωποι τότε ήταν πιο «φρέσκοι», κι όσο κι αν ακούγεται οξύμωρο, πιο ήρεμοι. Τώρα ο κόσμος είναι πρωθύστερα κουρασμένος, κι ας μη το συνειδητοποιούν οι περισσότεροι. Η ζωή και οι πρόσθετες ανάγκες που δημιουργήσαμε, ίσως εμείς οι ίδιοι, ή μας τις επέβαλαν, έχει απάνθρωπους ρυθμούς και αντιπαραθέσεις άλλου τύπου. Ζούμε σε μια ζούγκλα και συναινέσαμε άβουλα στους «νόμους» της...
Ν.Α. Έτσι είναι, γι αυτό είπα ότι είμαστε ζαλισμένοι. Υπάρχει ένας άλλος βομβαρδισμός σήμερα: από παρα-πληροφόρηση... Αυτοί που μπορούνε κάπως να ξεκαθαρίσουν ορισμένα πράγματα είναι όσοι ελέγχουν τον εαυτό τους. Αλλά πόσοι άνθρωποι μπορούν σήμερα να ελέγξουν, να ξέρουν τι είναι και τι γίνεται, να αντισταθούν σε όλα αυτά με τα οποία βρίσκεται κυκλωμένος ο εαυτός τους, που δεν ξέρει πια από πού του έρχονται όλες αυτές οι πληροφορίες, όλων των ειδών οι συμβουλές, οι θεωρίες. Χρειάζεται μια ιδιαίτερη δύναμη να αντισταθείς, να έχεις την αυτογνωσία σαν άμυνα...
Θ.Λ. Για πείτε μου, σας λείπει η Θεσσαλονίκη; Τί θυμάστε συχνότερα, ή επιθυμήσατε περισσότερο...
Μ.Α. Μα έχει αλλάξει τόσο πολύ και η Θεσσαλονίκη, που σχεδόν δεν την γνωρίζω καθόλου την καινούρια... Από την πόλη που δεν υπάρχει πια, νοσταλγώ, βεβαίως νοσταλγώ... Τα παλιά Λαδάδικα. Όχι τα σημερινά. Αυτά δεν πλησιάζονται πλέον... Την παλιά πόλη. Ένα μικρό μέρος της διατηρήθηκε. Ένα πολύ μικρό μέρος, δυστυχώς. Τις αλάνες. Την πλατεία Δικαστηρίων, τεράστια, με χώμα. Παίζαμε γκαζιές, ποδόσφαιρο, τσιλίκα-τσομάκα, τη θυμάσαι; Κάθε μέρα σχεδόν, γυρνώντας από το σχολείο μας, το Πειραματικό...
Ν.Α. Εγώ, πρώτη μέρα που πήγα στη Θεσσαλονίκη... το '57, τη γνώρισα βυθισμένη στην ομίχλη. Αυτή η εικόνα έχει μείνει για πάντα μέσα μου. Όταν πήγαμε πριν δυο χρόνια είδα ότι έγινε μια εκτυφλωτική μοντέρνα πολιτεία. Δηλαδή δεν ήταν εκείνη η Θεσσαλονίκη της ομίχλης. Έχει πάρα πολλά φώτα σήμερα κι αυτό λιγάκι, εμένα προσωπικά, με ξάφνιασε.
Μ.Α. Ξέρεις, Θέμη, την τελευταία φορά που ήρθαμε πάνω, επισκέφθηκα το σχολείο. Μπήκαμε στις τάξεις. Πες τα, Νόρα...
Ν.Α. Τα παιδιά σάστισαν... Στην αρχή νόμισαν πως αποφοίτησε πριν 42 χρόνια. Μετά το κατάλαβαν σωστά: απόφοιτος του 1942. Καταλαβαίνεις... Τα περισσότερα γελούσαν αμήχανα.
Θ.Λ. Εγώ βρίσκομαι πότε-πότε με τον Ξηροτύρη. Συνήθως μου τηλεφωνάει και ανεβαίνω εγώ στο Ωραιόκαστρο, που μετά το θάνατο της γυναίκας του μένει πια εκεί, μόνος. Βρεθήκαμε πρόσφατα λοιπόν και σε αναφέραμε.
Μ.Α. Να σου πω κάτι με τον Ξηροτύρη. Μια χρονιά, θυμάμαι, κάμναμε συνέχεια Σολωμό. Έναν χρόνο ολόκληρο ...Σολωμό, Σολωμό, Σολωμό... Τόλμησα, λοιπόν, εγώ που ήμουν τότε 15 χρονώ, να του πω ότι έγραψε και κάποιος Βάρναλης ένα ποίημα, που το λέμε «Οι σκλάβοι πολιορκημένοι» - όχι «Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι», το οποίο, είπα, είναι μάλλον καλύτερο... Μου λέει «Εσύ τον ξέρεις τον Βάρναλη; Ε, ο ίδιος βάζει τον Σολωμό πολύ υψηλότερα από τον εαυτό του...».
Και μου δείχνει την πόρτα «Πήγαινε έξω»...
Επιστροφή στην προηγούμενη σελίδα..