Ενενήντα Επτά - To Περιοδικό της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας |
ΠΕΤΡΟΣ ΖΗΒΑΝΟΣ
του Γιώργου Τούλα
Συναντηθήκαμε στο φουαγιέ του θεάτρου Αμαλία. Είχα μαζί μου μια κασέτα μίας ώρας γιά την συνέντευξη, η κουβέντα κράτησε σχεδόν δύο και έφυγα έχοντας την αίσθηση ότι μόλις αρχίσαμε να συζητάμε. Ο λόγος του είναι απίστευτα πυκνός. Δίνει απ' τις πρώτες λέξεις την αίσθηση ότι η ζωή του είναι το θέατρο, γύρω απ' το οποίο όμως διαισθάνεται ότι μπορούν να χτιστούν οι γέφυρες για μιά συλλογική προσπάθεια καλύτερης ζωής, καλύτερων σχέσεων.
Γεννήθηκε στους Αμπελόκηπους της Θεσσαλονίκης-, σε μία μονοκατοικία με μπαχτσέ. Μία εικόνα που την κουβαλάει μέχρι σήμερα ακέραια. Διακρίνω εντός της μια επιθυμία υπόγεια για μια μελλοντική ζωή. Στο τέλος της κουβέντας, μου το εξομολογήθηκε. «Θα μπορούσα να ήμουν κηπουρός. Να ζούσα σε μια καλύβα, δίπλα σε ένα ποτάμι με λεύκες». Στο πανεπιστήμιο που εγκατέλειψε στο τέλος, ασχολήθηκε πολύ με τον συνδικαλισμό. Εκεί βρίσκονται και οι ρίζες των εμμονών του για τις μάχες. Απ' το Μαθηματικό βρέθηκε στη δραματική σχολή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, αριστεύσας και ως είθισται, με πρόσληψη στο Θέατρο αμέσως μετά. Τον θυμάμαι στην παράσταση του Χουβαρδά με το «Κρίμα που είναι πόρνη». Βάπτισμα σε ρόλο και έκπληξη στα καθίσματα του «Υπερώου» για ένα νέο και ταλαντούχο πρόσωπο.
Στην Αθήνα, στο Θέατρο «Εμπρός», συνεργάτης σε σκηνοθεσία το '91-'92. Ο νόστος της πόλης τον έφερε πίσω στη Θεσσαλονίκη στην «Πειραματική Σκηνή της Τέχνης», μόνο που τώρα πια ασχολείται μόνο με τη σκηνοθεσία. Την ιδιότητα τού ηθοποιού τη σκοτώνει ο ίδιος μέσα του. «Καμιά φορά μου λείπει. Ξέρω την ηδονή του παίζειν ή του εμπαίζειν. Εξαρτάται».
Αρχίζει να σκηνοθετεί στο «Αμαλία», ενώ κάποια στιγμή το πιο μεγάλο του όνειρο, ένα εργαστήρι για ανθρώπους που αγαπάνε το θέατρο μπαίνει στα σκαριά. Φέτος που τελείωσε και η δεύτερη χρονιά λειτουργίας του η εικόνα είναι αρκετά ξεκάθαρη. Συνομιλώντας με παιδιά που παρακολούθησαν τα τμήματα του εργαστηρίου σχημάτισα την ίδια εντύπωση. Μια συστηματική εργασία πάνω στην αληθινή ουσία της λειτουργίας του θεάτρου έχει αρχίσει. Ο Πέτρος Ζηβανός την οδηγεί προσεκτικά. Μιλάει για το εργαστήριο ευλαβικά και με ενθουσιασμό παιδιού : «Πιστεύω πάρα πολύ στους νέους ανθρώπους. Απεχθάνομαι την μιζέρια, την παραίτηση. Είμαι της άποψης να βάζεις φωτιές και να προσπαθείς να τις συντηρήσεις. Νομίζω ότι έχουν αρχίσει να γίνονται πράγματα στην πόλη, σε πολλούς χώρους. Πρέπει όλα αυτά μαζί να δημιουργήσουν το νέο που θα διαδεχθεί το παλιό που τελειώνει. Το θέατρο είναι κοινωνική τέχνη. Δεν μπορείς να το κάνεις σπίτι σου. Χρειάζεσαι και τους άλλους. Δουλεύοντας με ομαδικά μεγέθη δημιουργούνται οι πολιτισμικές συσπειρώσεις. Ελπίζω το εργαστήριο να γίνει ένα φυτώριο, ένας κήπος που θα ανθίσουν νέα άνθη».
Συνοψίζει την ζωή του στην οδό Αμαλίας-, όπου διαδοχικά βρίσκονται το εργαστήριο, το θέατρο και το σπίτι του. Οι κεραίες του όμως βρίσκονται διαρκώς υψωμένες. Οργίζεται με την δυτικότροπη σωτηρία ως πανάκεια και στρέφει το βλέμμα του στην γειτονιά μας : «Το μέλλον μας είναι στα Βαλκάνια. Εδώ ξεκίνησαν ένα σωρό ιστορίες και δύο μεγάλοι πόλεμοι. Εμείς είμαστε κομμάτι αυτού του ηφαιστείου. Πιστεύω ότι το καινούργιο θάρθει από την Ανατολική Ευρώπη, όπως έγινε κάποτε με την Λατινική Αμερική και την λογοτεχνία της. Μόνο που εδώ η επίθεση θα είναι σε όλα τα επίπεδα. Το θέατρο, τη μουσική, το σινεμά. Εδώ πρέπει να είμαστε στραμμένοι».
Εμπιστεύεται συχνά στις παραστάσεις που ανεβάζει με άγνωστα στην Ελλάδα κείμενα αλλά και νέους Έλληνες συγγραφείς. Τον ρωτάω για τα θεατρικά κείμενα νέων Ελλήνων συγγραφέων.
«Έχω στο σπίτι μου 15 έργα νέων συγγραφέων. Υποψιάζομαι οτι δεν έχουν διαβάσει κλασικό θέατρο. Το θέατρο είναι δράση. Μπορείς να κάνεις θέατρο ακόμη και με τον τηλεφωνικό κατάλογο αρκεί να 'χεις κάτι να πεις. Οι νέοι συγγραφείς δεν έχουν κλασική παιδεία. Δεν διάβασαν Στρίντμπερκ, Σοφοκλή, Αισχύλο, Τσέχωφ. Τους γενάρχες. Εμείς είμαστε μια στιγμή. Ένας σημερινός δεκαοκτάχρονος έχει να διηγηθεί εικόνες από βιντεοκλίπ. Δεν έχει όμως υπόψη του τον λόγο του Παπαδιαμάντη, ή του Μακρυγιάννη».
Μιλάει για τους αρχαίους και μου λέει πως η μοναδική ηδονή που δεν γνώριζαν ήταν η ταχύτητα. Πιστέυει πως πρέπει να ξαναανακαλύψουμε τη γλώσσα : «Αγαπάω την γλώσσα μας. Οι λέξεις της είναι πολύτιμες. Κουβαλάω τον ήχο τους μέσα μου».
Φέτος σκηνοθέτησε το έργο του Άκη Δήμου «Και Ιουλιέτα», το «Μη σκοτώνεις τη μαμά» της Σάρλοτ Κήτλι και ένα άπαιχτο για χρόνια έργο του Καμπανέλλη, ενώ για του χρόνου σχεδιάζει μια παιδική παράσταση και μια όπερα για παιδιά-, βασισμένη στον «Τρελαντώνη» της Πηνελόπης Δέλτα. Μιλάμε για την κριτική. «Θα ήταν ψέματα αν έλεγα πως δεν μ' ενδιαφέρει. Δεν ξεχνώ όμως ότι το κρασί είμαστε εμείς και οι κριτικοί το ξύδι στη σαλάτα. Δυστυχώς δεν υπάρχει σχολή κριτικής, παιδεία. Η κριτική είναι επιστημονική μέθοδος, ενώ η τέχνη έχει μέθοδο την αγάπη. Συνήθως οι κριτικοί γράφουν την κριτική ενός θεατή, δεν παίρνουν την ευθύνη να προσδιορίσουν αυτό που μοιάζει ως αντικειμενικό».
Αντιπαθεί τις δεδηλωμένες πρωτοπορίες και τους ηρωισμούς : «Είμαστε χώρα ηρώων και δημοσίων υπαλλήλων. Οι σημερινοί ήρωες είναι όσοι ανακατώνουν το όνειρό τους με την πραγματικότητα. Ο σημερινός Θεόδωρος Κολοκοτρώνης δεν παίρνει τα βουνά, αλλά μένει εδώ. Η μάχη είναι να κερδίζεις τις δυνατότητες ν' αλλάζεις την δική σου ζωή. Να επινοείς τον καινούργιο σου άνθρωπο».
Πιστεύει στις νίκες μόνο με σκληρή δουλειά.
Γύρω μας μάσκες, κοστούμια, περούκες, καπέλα και δεκάδες φωτογραφίες από παραστάσεις της Πειραματικής : «Το θέατρο είναι φαινόμενο που δεν το κάνουν μόνο όσοι είναι πάνω στην σκηνή. Στο θέατρο υπάρχει η δυνατότητα να συμβεί κάτι ανά πάσα στιγμή, έχει τη δύναμη του ατυχήματος. Δεν υπάρχουν ρόλοι, μόνο σχέσεις. Αλισβερίσι ανάμεσα στους ανθρώπους, στην επαφή. Το μέλλον του θεάτρου είναι τα απλά υλικά».
Αγαπάει την δουλειά του Λευτέρη Βογιατζή και θεωρεί τον Πήτερ Μπρούκ τον πιο σοφό άνθρωπο του χώρου. Στο σινεμά, όπως είναι φυσικό, αγαπά τα φιλμ του Μπέρκμαν.
Μιλάμε για την Θεσσαλονίκη του χθες για τα εγκλήματα μνήμης απέναντι στο παρελθόν, στην Εβραϊκή τάξη που πριν τον πόλεμο ήταν το μοναδικό στοιχείο αστικής τάξης και πολιτισμού : «Σήμερα είναι μια πόλη βαθιά μικροαστική, αριστοκρατικών όμως προδιαγραφών. Υπάρχουν δύο μεγάλες δυνάμεις στην πόλη που πρέπει να ανακαλύψουμε. Τα παιδιά και οι πρόσφυγες».
Υπάρχει κάτι στην πόλη που δεν αντέχει : «Τα μάτια. Τα μάτια που φοβούνται, που δεν ελπίζουν, που μιζεριάζουν. Τα βλέπω στην Τσιμισκή κρυμμένα πίσω από επώνυμες μάρκες ρούχων. Στην άλλη μεριά της πόλης, στην παλιά μου γειτονιά, μερικά έχουν ελπίδα και αλλα είναι χαμένα στην πρέζα».
Μήνες πριν το '97 ελπίζει : «Η Θεσσαλονίκη είναι τώρα πιο κοντά στην έννοια της Ευρωπαϊκής πόλης, μπορούν να προκύψουν συνθέσεις. Θα είμαι ευχαριστημένος αν ο κόσμος δει θέατρο, σινεμά, ακούσει μουσική. Αν αξιοποιηθούν άνθρωποι με όνειρα. Ελπίζω ότι δεν θα γίνει αυτή η ιστορία σαν μια εκδρομή την καθαρά Δευτέρα, που στο τέλος όλοι θα φύγουν και θ' αφήσουν τα σκουπίδια τους».
Του λέω πως έχω την αίσθηση, ότι φθάνει σιγά σιγά η ώρα που θα σβήσει ο ακαδημαϊσμός που δυνάστευε το θέατρο της πόλης : «Θα αλλάξει, όχι όμως στα καλά καθούμενα. Με δουλειά στα νέα παιδιά. Τις ομάδες, τα εργαστήρια. Το δικό μας εργαστήρι είναι μια ιστορία που προσπαθεί να γράψει το δικό της ταξίδι σε έναν ελάχιστα ταξιδεμένο δρόμο. Το θέατρο είναι μια πυκνή ανθρώπινη εμπειρία».
Διδάσκει υποκριτική στο πανεπιστήμιο. Είναι μανιακός με την δουλειά του. Κυρίως γιατί πιστεύει με πάθος στην ανάγκη του νέου. Αν του λείπει κάτι, αυτό είναι μάλλον ο χρόνος. Θα ήθελε να μπορέσει να ταξιδέψει, να δει μιά συναυλία με τις «Τρύπες» και τα «Ξύλινα σπαθιά», να γνωρίσει από κοντά όλες τις καινούργιες ιστορίες της πόλης. Ο χρόνος όμως είναι μάλλον σύμμαχός του. Είναι μόλις 36 χρονών.
Επιστροφή στην προηγούμενη σελίδα..