Ενενήντα Επτά - To Περιοδικό της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας |
Ανδρέας Τύρος/ Κ, όπως Τάκης/
Σπάνια οι ποιητές, συχνότερα οι στρατηλάτες και οι πολιτικοί, παραμονεύουν μαρμαρωμένοι σε πλατείες ή κεντρικές λεωφόρους. Οι καλλιτέχνες, ποτέ. Τι περίεργο, να αποτελεί εξαίρεση ένας λυρικός του κινηματογράφου. Η προτομή του Τάκη Κανελλόπουλου, στο σημείο όπου βρίσκεται τοποθετημένη, θαρρείς επιχειρεί συμβολικά να συνδέσει την Ιστορία με τη σύγχρονη δημιουργία. Γύρω του, ο ήρωας ναύαρχος των βαλκανικών πολέμων, ο Φίλιππος της Μακεδονίας, το κτίριο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, ο Λευκός Πύργος ως απόληξη του κάστρου της πόλης. Πίσω του, ένα σινεμά, μια βρύση και οι πολυθρόνες με θέα στον Θερμαϊκό. Όλα στη θέση τους, όμως αυτό που τα συνδέει, απουσιάζει. Ο Τάκης Κανελλόπουλος, παραγνωρισμένος την τελευταία δεκαπενταετία της ζωής του, κερδίζει την μεταθανάτια αναγνώριση (πρώτος και μόνος αυτός από τους Έλληνες κινηματογραφιστές, ίσως επειδή δεν εγκατέλειψε τη γενέτειρά του), αλλά χωρίς το βλέμμα του.
Αυτό, δηλαδή, που όλα τα παραπάνω τ' αντικρίζει με την αίσθηση την ξεχωριστή, την ικανή να τα μεταμορφώνει. Ακόμα και στον «Ουρανό», το έπος και η Ιστορία υποχωρούν, μπροστά στις μικρές, καθημερινές ιστορίες των ηρώων με την αντιηρωική συμπεριφορά, ανάμεσα στην ελεγεία και την ματαιότητα. Από την προκυμαία της Θεσσαλονίκης μέχρι τα κοντινά θέρετρα του '60, η θάλασσα υπογραμμίζει τη θλίψη και το μεγαλείο της αγάπης. Δύο χρόνια πριν από την σκανδιναβική «Ελβίρα Μάντιγκαν», η μεσογειακή «Εκδρομή» οδηγεί τη σύγκρουση του έρωτα με την οργανωμένη κοινωνία, ως την απόλυτη καταστροφή. Και οι πρωταγωνιστές της «Παρένθεσης» κυριαρχούνται από μυστηριακό, ρομαντικό πάθος, ώστε ενεργούν σαν υπνωτισμένοι, ακολουθώντας την καμπύλη της μοίρας.
Πρόσωπα σχεδόν σφραγισμένα, μελαγχολία υπερβατική, εικόνες στατικές έξοχα φωτισμένες, συνθέτουν κι άλλες τελετουργίες του απλού («Η τελευταία άνοιξη», «Το χρονικό μιας Κυριακής»). Από ταινία σε ταινία, ο Τάκης Κανελλόπουλος ολοκληρώνει το προσωπικό του «Ρομαντικό σημείωμα», αφοσιωμένος στα τοπία της ψυχής και του Βορρά. Σε δύο ντοκιμαντέρ, υμνεί την ομορφιά («Θάσος») και, κυρίως, την αποφασιστική συμβολή της φύσης («Μακεδονικός γάμος») στην εκρηκτική συνάντηση του χριστιανισμού και του παγανισμού. Οι τελευταίες σελίδες του σημειώματος σκοντάφτουν πάνω στην παγερή αδιαφορία των πολλών. H εποχή αρνείται και να τις διαβάσει. Ο Τάκης Κανελλόπουλος μετακινείται κι αυτός, από το ένα στέκι στο άλλο - ίχνη των διαδοχικών μετώπων που καταρρέουν. Στου «Φλόκα», στου «Τόττη» μετά, στο «Ντορέ» δίπλα στο Κρατικό, το Θέατρο του Φεστιβάλ. Τους θριάμβους (και τους διθυράμβους) του '60, τους διαδέχεται η αποδοκιμασία του '70. Ο εξώστης παραληρεί στην εμφάνιση του «Τσε», η ορμή της μεταπολίτευσης σπρώχνει με βία την εσωστρεφή ευαισθησία. Δύο - τρεις επισκέψεις στην κλινική σφραγίζουν το εισιτήριο της απουσίας.
Όλη τη δεκαετία του '80, Τάκης Κανελλόπουλος γράφει στίχους και διηγήματα στο χαρτί των πακέτων. Καπνίζει ασταμάτητα, όπως πίνει καφέδες, συγκεντρώνοντας στο τραπεζάκι του νεαρές θαυμάστριες και παλιούς φίλους. Τακτικό ωράριο, πρωί κι απόγευμα. Η Θεσσαλονίκη, αφού δεν αναγνώρισε το πρόσωπο της στις ασπρόμαυρες εικόνες του, ανακάλυψε σιγά-σιγά τον ερωτισμό της, ως εξωτισμό πια, στα χρώματα των αθηναϊκών περιοδικών. Για τον ίδιο, η πρωτεύουσα και τα Κέντρα των αποφάσεων είναι απρόσιτα. Λιγότερο μακρινή φαντάζει η Βενετία και η Μόστρα -«την καινούργια ταινία που θα κάνω, εκεί θα την πάω» επαναλαμβάνει κάθε τόσο, ακίνητος στην καρέκλα, πίσω από την τζαμαρία με θέα στη θάλασσα. Ταξιδεύει, αλλού.
Ρομαντικός, ανιδιοτελής, ποιητής, ερωτικός,
ευαίσθητος, ανυποχώρητος, ο Τάκης Κανελλόπουλος εξακολουθεί να
είναι ο εκφραστής του ακραίου λυρισμού, αλλά κι μεγάλος μοναχικός
της εποχής του, λίγο πριν μεταβληθεί σε κάτι ανάλογο ολόκληρος
ο ελληνικός κινηματογράφος. Το ήθος της τέχνης του επιστρέφει,
ως φάντασμα, σε κάποια τηλεόραση. Δεν ξέρω γιατί, αλλά συχνότερα
με επισκέπτεται το φάντασμα του ίδιου -στην ίδια θέση, καλώντας
για καφέ, από τη διπλανή τζαμαρία. Κι όταν απορώ, τις φορές που
ανεβαίνω στην πόλη μας και λείπει, ακούγεται η φωνή του στο τηλέφωνο,
παραμονές του '90. Είναι η ώρα για την προβολή της «Σόνιας» και
η πρώτη, η εναρκτήρια πράξη του έργου, πουθενά. Στο υπόγειο της
«Όπερας», το τηλέφωνο κλειδωμένο. Ανεβαίνω στην Ακαδημίας, παίρνω
από το περίπτερο, του εξηγώ. Επιμένει «μίλησε τους εσύ για την
αρχή, ξέρεις, σε παρακαλώ να παιχτεί η ταινία». Κατεβαίνω τις
σκάλες, τηρώ την υπόσχεση μου, οι θεατές χειροκροτούν προκαταβολικά.
Τα φώτα σβήνουν. Τελευταία προβολή.
Βιο-φιλμογραφία
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1934. Σπουδάζει στο Μόναχο. Διασκευάζει για το ραδιόφωνο θεατρικά έργα κι εμφανίζεται στον κινηματογράφο, ως βοηθός του Μιχάλη Κακογιάννη στη «Στέλλα». Σκηνοθετεί το εθνογραφικό ντοκιμαντέρ «Μακεδονικός γάμος» (1960) και βραβεύεται, συνεχίζει με τη «Θάσο», ενώ η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, «Ουρανός», συμμετέχει στο φεστιβάλ των Καννών (1962). Ο ίδιος λυρισμός χαρακτηρίζει και τις υπόλοιπες δημιουργίες του: «Εκδρομή» (1966), «Παρένθεση» (1968), «Η τελευταία άνοιξη» (1972), «Το χρονικό μιας Κυριακής» (1975), «Ρομαντικό σημείωμα» (1978), «Σόνια» (1980). Πέθανε το 1990.
Επιστροφή στην προηγούμενη σελίδα..