Ενενήντα Επτά - To Περιοδικό της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας |
«Τα χρονικά των Hotels»
Ξενοδοχεία. Παλιά ξενοδοχεία ή αλλιώς ναοί ανθρώπινων ιστοριών. Ιστορίες που πια κανείς δεν θυμάται, ή, αν τις θυμάται, είναι πολύ ηλικιωμένος για να τις διηγηθεί.
Τα παλιά ξενοδοχεία της Θεσσαλονίκης, έτσι όπως είναι διασκορπισμένα στους δρόμους όπου χτυπούσε η καρδιά της πόλης, υπενθυμίζουν στους σημερινούς κατοίκους χαμένη δόξα ξεχασμένων εποχών.
Οι ξένοι, κάποτε, έμπαιναν σ' αυτή την πόλη από την Δυτική της είσοδο, ξεχύνονταν στο ορμητικό ποτάμι της Εγνατίας και κάποιοι -οι πιο τυχεροί- περνούσαν τις μέρες και τις νύχτες τους σε δωμάτια που τα έλουζε το φως του Θερμαϊκού.
Όλα αυτά τα κτίρια λυγίζουν σήμερα από το βάρος των αναμνήσεων αμέτρητων χρόνων και περιπετειών. Η χρυσή εποχή τους, γεμάτη από την αίγλη και τη γλυκιά τρέλα του Μεσοπολέμου, έδυσε κατά την διάρκεια της Κατοχής. Ξεχάστηκαν στο φως των μπαρ που άνοιξαν στις ίδιες γειτονιές στα χρόνια του '50 και του '60. Όσα σώζονται μέχρι σήμερα δίνουν τη δική τους μάχη για να υπάρξουν. Δεν είναι ακριβώς ζωντανά, μα ούτε και νεκρά. Έτσι κι αλλιώς, η ιστορία δεν πεθαίνει όσο υπάρχει κάτι να τη θυμίζει. Και όλη εκείνη την παλιά δόξα, τη θυμίζουν τα κτίρια μιας αριστουργηματικής αρχιτεκτονικής, που ρούφηξε σαν σφουγγάρι τις τάσεις και τα οράματα ενός λαμπρού μα τρομαγμένου κόσμου.
Τον 17ο και 18ο αιώνα, η πλατεία Βαρδαρίου ήταν το μεγάλο στέκι των ιδεών και των εμπόρων. Τα χάνια που φιλοξένησαν τους περαστικούς της εποχής, χτίστηκαν κοντά στην Πύλη του Βαρδάρη και κατά μήκος της Μοναστηρίου. Χάνι, είναι λέξη περσικής καταγωγής και σημαίνει σταθμός, καταφύγιο, κατάλυμα. Τα χάνια ήταν τετράγωνα διώροφα κτίρια που είχαν μια αυλή στο κέντρο, αποθήκες, στάβλους, πεταλωτήρια και το απαραίτητο καπηλειό. Οι ταξιδευτές διανυκτέρευαν στα δωμάτια του ορόφου, έπιναν ρακί στο καπηλειό, έτρωγαν φαγητό που τους σερβίριζε από τα μεγάλα καζάνια ο κάπελας. Οι σύγχρονοι άνθρωποι σκέφτονται τα χάνια σαν χώρους φανταστικούς, παραμυθένιους που κατοικήθηκαν από μυθικά πλάσματα. Όμως μέχρι και το 1983 ένα κομμάτι ενός τέτοιου παραμυθιού υπήρχε στην πόλη. Ήταν ένα τμήμα του ισογείου από το θρυλικό χάνι «Κορυτσά». Μια πυρκαγιά που ξέσπασε έβαλε στο παραμύθι ένα πικρό τέλος, ένα τέλος που επί τρία χρόνια το διαπραγματεύονταν η πολεοδομία και τα Συμβούλια των ειδικών. Η «Κορυτσά» υπάρχει πια μόνο σε φωτογραφίες.
Τον 19ο αιώνα, τα χάνια άρχισαν να υποβαθμίζονται και να δίνουν τη θέση τους σε «λαϊκά» ξενοδοχεία. Οι καιροί άλλαξαν. Οι άνθρωποι ζούσαν την αυγή ενός νέου κόσμου που ανακάλυπτε, πίστευε, οραματιζόταν και, φυσικά, ταξίδευε. Από τα «λαϊκά» ξενοδοχεία ξεπήδησαν τα «διεθνή». Ένα εξαιρετικό δείγμα του είδους είναι φυσικά το ξενοδοχείο «Βιέννη», που φέρνει το χρώμα μιας άλλης εποχής μέσα στις σκόνες και τους θορύβους της σύγχρονης Εγνατίας.
Το «Βιέννη» είναι το κτίριο που σε κάνει να ονειρεύεσαι το παρελθόν που δεν έχεις ζήσει, σε κάνει να θέλεις να τρυπώσεις στα δωμάτιά του, να αγγίξεις τους τοίχους και την ιστορία του, αυτό το κάτι που απομένει απ' ό,τι έζησε έντονα και με αξιοπρέπεια. Το ονειρεμένο αυτό κτίριο που συνέλαβε η φαντασία του αρχιτέκτονα Γ. Καμπανέλου, χτίστηκε στη θέση του ναού της Αγίας Κυριακής. Τα 55 δωμάτιά του, οι ανάγλυφες διακοσμήσεις στον σοβά, τα περίτεχνα κιγκλιδώματα των μπαλκονιών, είδαν όλες τις διασημότητες της εποχής, υπουργούς, πολιτικούς, καλλιτέχνες. Σ' ένα από τα δωμάτια του πρώτου ορόφου διανυκτέρευε εκεί από καιρό σε καιρό και ο Βασίλης Τσιτσάνης. Ο σημερινός ιδιοκτήτης του κτιρίου, Αθανάσιος Μαντάς, λέει πως στη δεκαετία του '30 το «Βιέννη» ήταν το ψηλότερο κτίριο της Θεσσαλονίκης και σίγουρα ένα από τα ωραιότερα. Στην Κατοχή, οι Γερμανοί στέγασαν εκεί τα γραφεία της Κομαντατούρ και μετέτρεψαν τα υπόγειά του σε χώρο βασανιστηρίων πολλών αντιστασιακών. Αργότερα το «Βιέννη» εγκαταλείφθηκε, αλλά σύντομα θα αρχίσει να ζει ξανά. Τα δωμάτιά του, από χώροι ύπνου θα μετατραπούν σε χώρους εργασίας, γραφεία, που θα γεμίσουν κόσμο, αίθουσες συνεδρίων και εκθεσιακούς χώρους. Στην πόλη θα παραδοθεί το «Βιέννη» της νέας χρήσης και της νέας εποχής.
Λίγο πιο κάτω, στις οδούς Σβορώνου και Πτολεμαίων, υπάρχει και λειτουργεί ακόμη το ξενοδοχείο με το όνομα «Αύγουστος». Η σύρια ιδιοκτήτριά του, που βασανιζόταν από τις αναμνήσεις του αραβικού κόσμου, φρόντισε να το στολίσει με εκείνες τις εξαιρετικές οροφογραφίες που μπορεί να θαυμάσει και ο ταξιδιώτης του σήμερα. Στον «Αύγουστο» δένονται οι εποχές και οι τόποι. Εκεί, η Θεσσαλονίκη συναντά τη Μέση Ανατολή και η συνάντηση φωτίζεται από το κιτρινωπό φως των λαμπατέρ, που τοποθέτησε πάνω στα παλιά κομοδίνα ο σημερινός ιδιοκτήτης κ. Αράδας.
Ο «Αύγουστος» παρά την ποιητική ονομασία, φιλοξένησε κυρίως εμπόρους και το ίδιο κάνει μέχρι και σήμερα.
Λίγα βήματα πιο κάτω, και πάνω από τα σημερινά στέκια της μπουγάτσας και των fast-food, το ξενοδοχείο «Αργώ» φέρνει μια ακόμη μνήμη της πρώτης 30ετίας του αιώνα. Το 1986 υπουργική απόφαση χαρακτήρισε το «Αργώ» έργο τέχνης.
Στον αριθμό 14 της οδού Εγνατία, το βαθύ τυρκουάζ των παραθυρόφυλλων του «Ατλαντίς» τραβά την προσοχή και του πιο κουρασμένου διαβάτη. Νομίζεις πως από το εσωτερικό θα αναδυθεί όλη η δροσιά των δεκαετιών που έζησε αυτό το ξενοδοχείο από το 1925 που άρχισε να λειτουργεί. Το εσωτερικό του διατηρείται σε σχετικά καλή κατάσταση. Οι ροκοκό γύψινες διακοσμήσεις των ορόφων, τα χρωματιστά γεωμετρικά σχήματα των δαπέδων και τα περίτεχνα κιγκλιδώματα της σκάλας, φέρνουν στο νου τις αισθητικές αναζητήσεις μιας άλλης, λιγότερο βιαστικής εποχής.
Το «Τούριστ» είναι το κτίριο που δίνει μια άλλη διάσταση στην οδό Μητροπόλεως του λεωφορειόδρομου και των ακριβών καταστημάτων. Ο σημερινός ιδιοκτήτης του κ. Μπουτζιούκης διηγείται πως κάποτε το ξενοδοχείο ήταν τόπος διαμονής και συνάντησης πανεπιστημιακών δασκάλων. Ένας υπερήλικας δικηγόρος που τον ακούει αποκαλύπτει πως από το «Τούριστ» πέρασαν και πολιτικοί: ο Βενιζέλος ένα καλοκαιρινό απόγευμα εκφώνησε λόγο στους Θεσσαλονικείς από το μπαλκόνι του πρώτου ορόφου. Ποιος ξέρει πόσοι ακόμη γνωστοί και άγνωστοι πέρασαν από αυτό το ξενοδοχείο, που σήμερα κατακλύζεται από χαμογελαστούς τουρίστες που κουβαλούν το όνειρο των διακοπών.
Το «Μπρίστολ» υπάρχει ακόμη στα Λαδάδικα. Το παλιό τουρκικό ταχυδρομείο, που πέρασε αργότερα στα χέρια του ελληνικού κράτους, έπαθε μεγάλες ζημιές στην πυρκαγιά του '17, η οποία μετέτρεψε άπειρες μνήμες της πόλης σε αποκαΐδια. Το 1921 το αγόρασε ο Ιωσήφ Σανιτούδης από τον οποίο και το νοίκιασε η οικογένεια Τρομπάκα που το λειτουργεί μέχρι σήμερα ως ξενοδοχείο. Η ιστορία του «Μπρίστολ» είναι ταυτόσημη με την ιστορία όλης της θρυλικής γειτονιάς όπου βρίσκεται. Κάποτε, έξω από το ξενοδοχείο περνούσε το τραμ. Τα αγόρια της εποχής περίμεναν με αγωνία τις κυρίες να κατέβουν στην στάση, να σηκώσουν ελαφρά το μακρύ φόρεμα, μήπως και καταφέρουν να δουν τον αστράγαλό τους. Εκείνα τα χρόνια, το «Μπίστρολ» το 'χαν στέκι οι καπνέμποροι της Δράμας και οι νησιώτες παραγγελιοδόχοι, που έψαχναν κατάλυμα ζαλισμένοι από τα πολύκαιρα ταξίδια στη θάλασσα. Η περιοχή έσφυζε από ζωή και στο σαλονάκι του «Μπίστρολ» οι ταξιδιώτες ανέλυαν την τότε πολιτική επικαιρότητα. Τα χρόνια της Κατοχής επίταξαν το κτίριο οι Γερμανοί και αργότερα οι Εγγλέζοι. Οι καταστροφές στους τοίχους, στα έπιπλα και στα φωτιστικά ήταν αμέτρητες.
Η πελατεία του «Μπίστρολ» δεν μειώθηκε από την λειτουργία του θρυλικού, εξαίσιου «Μεντιτερρανέ», που εγκαινιάστηκε την άνοιξη του 1926. Στο «Μεντιτερρανέ» πήγαινε «άλλος κόσμος», πήγαιναν διασημότητες, καλλιτέχνες, πολιτικοί και, φυσικά, πλούσιοι. Το λιμάνι της Θεσσαλονίκης γνώριζε τότε μεγάλη κίνηση και η θέση του ξενοδοχείου μπροστά στον μαγευτικό Θερμαϊκό, το έκαναν σύμβολο της πόλης, ταυτόσημο με τον Λευκό Πύργο. Το «Μεντιτερρανέ» έγινε ένα με την πόλη, υπήρξε γι' αυτήν το επίκεντρο μιας ξένοιαστης, διασκεδαστικής ζωής. Το κτίριο ήταν ένα δείγμα της art nouveau, όπως το εμπνεύστηκαν οι αρχιτέκτονες Δελοδέτσημας και Οικονομόπουλος.
Ο σεισμός του '78 άφησε σημάδια στο κτίριο. Οι ζημιές θα μπορούσαν να επισκευαστούν, τόνισε σε εισήγησή της το 1979 η αρχιτέκτων κ. Τρακοσοπούλου. Ωστόσο δεν επισκευάστηκαν τότε, και το μοναδικό αυτό έργο τέχνης κατεδαφίστηκε, αφήνοντας πίσω του ένα σκάνδαλο, που ακόμη θυμάται η πόλη.
Τα παλιά ξενοδοχεία που κατόρθωσαν να
επιζήσουν έχουν σίγουρα χάσει για πάντα την Μεσοπολεμική αίγλη
τους. Σήμερα, οι κακοφωτισμένες είσοδοι, που τις πιο πολλές φορές
δεν σε υποψιάζουν γιά το θαυμαστό εσωτερικό, προσπαθούν να τραβήξουν
έστω τους περαστικούς της μιας νύχτας.
Εύη Καρκίτη
Επιστροφή στην προηγούμενη σελίδα..