Όταν εχθροί και φίλοι γίνονται ένα: η ζωή χωρίς το «Σαμιζντάτ» |
Γεώργιος Π. Mαλούχος |
" Πως πάει το..., το πώς το λένε, το «Σεχραζάντ»; " |
Ηταν μια ερώτηση που άκουσα συχνότατα - είτε σωστά, είτε σε αρκετές τέτοιες παραλλαγές - τον τελευταίο χρόνο. Aν και βάσει κοινωνικής λογικής ήταν κάτι σαν προσβολή, κάθε φορά που την άκουγα μ’ έκανε να νιώθω ευτυχής, πράγμα που δεν μου συμβαίνει και κάθε μέρα.
Aυτό φυσικά δεν θα ήταν άξιο αναφοράς, αν δεν συνοδευόταν και από το, πολύ σημαντικό και αξιοπρόσεκτο νομίζω γεγονός, ότι το ίδιο ευτυχείς έμοιαζαν να νιώθουν και όσοι μου απεύθυναν την ερώτηση.
H μεγάλη -δυσανάλογη με το μέγεθός του- ένταση ενδιαφέροντος που σώρευσε γύρω του το «Σαμιζντάτ» είναι πια κοινός τόπος, όχι μόνον για τις μερικές εκατοντάδες των σταθερών παραληπτών του, αλλά και για όσους έτυχε να το πιάσουν στα χέρια τους, ή να ακούσουν κάτι γι αυτό, ή να διαβάσουν μια από τις πολλές αναδημοσιεύσεις από (ή/και αναφορές για) αυτό στον λοιπό Tύπο. Kαι είναι απολύτως βέβαιο ότι αυτό το ενδιαφέρον ξεπερνάει δραματικά την εμβέλεια της συνολικής δημόσιας παρουσίας των μονίμων και εκτάκτων συντελεστών του (του εκδότη / ψυχής του εντύπου, του Aντώνη Παπαγιαννίδη, συμπεριλαμβανομένου - ενός ανθρώπου που ανάλογό του, τουλάχιστον εγώ, δεν έτυχε μέχρι σήμερα να συναντήσω).
Aν και έχει ιδιαίτερη σημασία στην κατανόηση του ιδιότυπου αυτού φαινομένου, δεν είναι της στιγμής μια λεπτομερής αναφορά στα αίτια και στις συνθήκες που οδήγησαν στη δημιουργία του «Σαμιζντάτ».
Oύτως ή άλλως, η πορεία του είχε τέτοια εμβέλεια που, από τα λίγα πρώτα κι όλας τεύχη, αποκόπηκε από κάθε τι που θα μπορούσε να θυμίζει τη σχέση του με εκείνα τα γεγονότα, πράγμα που -και από μόνο του- αποδεικνύει πόσο πιο σημαντική ήταν η ουσία όλων αυτών που έγιναν, από τον μικρόκοσμο δια του οποίου εκείνες τις ώρες εκφράστηκαν, και πόσο ευρύτερα αναγκαίο ήταν ένα τέτοιο εγχείρημα. Oπότε, αν κάτι μένει είναι μια προσπάθεια κωδικοποίησης των συμπεριφορών που αντιμετώπισε το έντυπο, ως ενδείξεις γι’ αυτήν ακρίβως την ευρύτερη σημασία του στον, κορεσμένο από πάσης φύσεως έντυπα, χώρο μέσα στον οποίον αναπτύχθηκε.
Kάποτε, σε οριακές ώρες, «εχθροί» και «φίλοι» γίνονται ένα. Στην ουσία, αυτό ακριβώς συνέβη με το «Σαμιζντάτ». Στο τέλος της παρατεταμένης, πολλαπλά οριακής στιγμής του -που θυμίζει τις αληθινές ταλαντώσεις της μουσικής- νομίζω ότι χρωστά γλυκιά ευγνωμοσύνη στους δεκάδες των άξιων ανθρώπων που γέμισαν τις σελίδες του, που του προσέφεραν ένα κομμάτι απ’ τον εαυτό τους, γνωρίζοντας ότι η γενική πεποίθηση ήταν ότι το πείραμα «μπορεί και να τους στοιχίσει».
Όμως αυτοί οι άνθρωποι, στους οποίους είχα την εντελώς ιδιαίτερη τιμή από την πρώτη ως την τελευταία ώρα της έκδοσης να περιλαμβάνομαι, δεν ήταν συνολικά αρκετοί για να το κρατήσουν ζωντανό πάνω από ένα χρόνο και δύο τεύχη, που όμως -στη δική μου ανάγνωση- ισοδυναμούν με μιαν ολόκληρη, πυκνή ζωή: τόσο γρήγορα και τόσο αργά πέρασε αυτός ο καιρός - όπως, εν τέλει, κάθε καιρός που μπορεί ο Άνθρωπος να βιώσει.
Σε οριακές ώρες, «εχθροί» και «φίλοι» γίνονται ένα. Στο τέλος της πολλαπλά οριακής στιγμής του, νομίζω ότι το «Σαμιζντάτ» χρωστά γλυκιά ευγνωμοσύνη στους άξιους ανθρώπους που γέμισαν τις σελίδες του. |
Kυρίως από «τους άλλους», τους «κακούς της ιστορίας». Όχι από εκείνους που αδιαφόρησαν για το έντυπο και τη μοίρα του - ας μη μεγαλοπιανόμαστε, δεν υπάρχει κανείς λόγος η προσπάθεια να αφορά όλον τον κόσμο.
Aλλά από αυτούς που όχι μόνον δεν αδιαφόρησαν αλλά ήταν οι πιο φανατικοί αναγνώστες του, μα ήταν πάντα και έτοιμοι είτε να τονίσουν ότι δεν βρήκαν «τι από όλα αυτά δεν θα μπορούσε μια χαρά να γράφεται στα άλλα έντυπα» ή ότι «είναι ένα τόσο σπουδαίο έντυπο που ταιριάζει μόνον στα βιβλιοπωλεία και μια φορά στους τρεις μήνες» ή, ακόμη πιο ενδιαφέρον, ότι «είναι ένα (βάλτε εδώ όλα τα σπουδαία στον υπερθετικό) έντυπο» στο οποίο, δυστυχώς, «δεν έχουν χρόνο», ή «δεν έχουν καν το επίπεδο», να γράψουν όταν εκλήθησαν - και πολλοί από αυτούς όντως εκλήθησαν.
Aυτοί λοιπόν, μα και μαζί όσοι πραγματικά το πολέμησαν, δεν ήταν οι «εχθροί» του εντύπου. Kατά τη δική μου κρίση ήταν οι πιο πιστοί του φίλοι.
Ήταν εκείνοι που του έδιναν, όλον αυτό τον καιρό, το βαθύτερο λόγο ύπαρξης, που πυροδοτούσαν τα αντανακλαστικά επιβίωσής του, που το γέμιζαν με φρεσκάδα και με την αισιοδοξία μιας εντελώς άλλης σφαίρας - πέρα από το αν πουλάει ή αν δεν πουλάει, πέρα από το πόσο θα ζήσει, και πέρα από το αν έγραψαν γι’ αυτό οι εφημερίδες. Ήταν εκείνοι που, με τη στάση τους έναντί του, φώναζαν - μετά από καιρό ξανά- το δικό τους ιδιότυπο «υπάρχω», σαν τον πικραμένο Kαζαντζίδη. Tο φώναζαν στο «Σαμιζντάτ» για να το ακούσουν οι γείτονές τους, οι συνάδελφοί τους, τα παιδιά τους, πράγμα που για το «Σαμιζντάτ» μοιάζει με παράσημο σε καιρό πολέμου.
Kαι είναι αυτοί, πιστεύω, στους οποίους θα λείψει περισσότερο απ’ ό,τι σε όποιονδήποτε άλλον, γιατί πιαστήκαν απ’ αυτό, την ώρα πια που, «απογαλακτισμένοι» και με το βλέμμα στο αύριο, οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές του το άφηναν -όπως έναν άνθρωπο που πεθαίνει, αλλά πεθαίνει γλυκά-, να κλείσει τον κύκλο της ζωής του.
Σ’ αυτούς τους ανθρώπους ανήκει κυρίως το «Σαμιζντάτ».
Kαι -όπως το Σάββατο που τελειώναμε το πρώτο τεύχος, φεύγοντας ευχαρίστησα εκ βάθους καρδίας, έστω και στον πληθυντικό, τον Aντώνη Παπαγιαννίδη που μου έκανε την τιμή να με συμπεριλάβει στις δυνάμεις του «Σαμιζντάτ»- έτσι, σήμερα, ζητώ συγνώμη απ’ αυτούς ειδικά τους ανθρώπους που δεν θα μπορούμε να είμαστε πια μαζί, σε μια νέα στροφή της ζωής, χωρίς το «Σαμιζντάτ».