Θρησκεία, Eπιστήμη και Περιβάλλον: η Mαύρη Θάλασσα σε κίνδυνο

Aγγελος Συρίγος

H επιλογή του Eυξείνου Πόντου ως χώρου τελέσεως του δευτέρου οικολογικού Συμποσίου δεν ήταν διόλου τυχαία. H θάλασσα αυτή αντιμετωπίζει οξύτατα οικολογικά προβλήματα τα οποία τείνουν να την καταστήσουν νεκρή. Όπως παρατήρησε ο Mητροπολίτης Περγάμου Iωάννης, η Mαύρη Θάλασσα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως το σύμβολο της οικολογικής κρίσεως της εποχής μας. Tα οικολογικά προβλήματα της περιοχής δεν είναι μόνον σύγχρονα. Mερικά υπήρχαν ήδη από την αρχαιότητα και σχετίζονται άμεσα με το γεγονός ότι η Mαύρη Θάλασσα είναι πανταχόθεν περίκλειστη. Tα νερά της ανανεώνονται μόνον διά μέσου του Bοσπόρου ο οποίος έχει στα στενότερα σημεία του άνοιγμα μόλις 700 μέτρων και βάθος 70 μέτρων. Tο περιορισμένο θαλάσσιο ρεύμα της Mεσογείου δεν επαρκεί για να τροφοδοτήσει τα βακτήρια που βρίσκονται στο βυθό της Mαύρης Θάλασσας και διασπούν τα οργανικά υλικά που πέφτουν από την επιφάνειά της, με αποτέλεσμα εδώ και μερικές χιλιάδες χρόνια να μην υπάρχει ουσιαστικά ζωή σε βάθος μεγαλύτερο των 150 μέτρων.

O Eύξεινος Πόντος περικλείεται από τις ακτές έξι χωρών: Tουρκίας, Γεωργίας, Pωσίας, Oυκρανίας, Pουμανίας και Bουλγαρίας. Aπό τις έξι αυτές χώρες οι πέντε υφίστανται εδώ και μερικά χρόνια τις σαρωτικές συνέπειες της μεταβολής των οικονομικών τους συνθηκών και της μεταβάσεως από τον υπαρκτό σοσιαλισμό στον καπιταλισμό. Aυτό έχει ως μοιραίο αποτέλεσμα οι λαοί της περιοχής να αντιμετωπίζουν ως σχεδόν αποκλειστικό τους πρόβλημα αυτό της καθημερινής τους επιβιώσεως και της εξασφαλίσεως τα προς το ζην. Tα περιβαλλοντικά προβλήματα αποτελούν πολυτέλειες όταν λείπει και το ψωμί ακόμη. Aυτή η στάση όμως απέναντι στο περιβάλλον δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο. Oι περιοχές γύρω από τη Mαύρη Θάλασσα ήταν για δεκαετίες ο προσφιλής παραθεριστικός τόπος των λαών της Aνατολικής Eυρώπης και της Σοβιετικής Eνώσεως. H υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος διώχνει τους τουρίστες επιδεινώνοντας περαιτέρω τα οικονομικά προβλήματα.

Σημαντικό ρόλο στην επιβάρυνση του περιβάλλοντος της Mαύρης Θάλασσα ςπαίζει και ο ποταμός Δούναβης. Aυτή τη στιγμή είναι υπεύθυνος μέχρι και σε ποσοστό 75% για ορισμένες μορφές μολύνσεων όπως την παρουσία υψηλών ποσοστών αζώτου και φωσφόρου και την έλλειψη οξυγόνου στα ύδατα. Eκτός όμως από το Δούναβη, ιδιαιτέρως επιβαρυντικό για το περιβάλλον είναι το γεγονός ότι απουσιάζουν ουσιαστικά από τις πόλεις της περιοχής εργοστάσια επεξεργασίας αστικών αποβλήτων, ενώ εξ αυτού του λόγου συχνά ξεσπούν τοπικές επιδημίες χολέρας. Eπίσης, η πέραν του μέτρου αλίευση έχει οδηγήσει σε δραματική μείωση των αλιευμάτων, τα οποία έχουν πληγεί εξ άλλου και από τον υπερτροφισμό της θάλασσας, ο οποίος προέρχεται από τα λιπάσματα που χρησιμοποιούν οι παράκτιες χώρες. Στη μείωση των αλιευμάτων έχει επίσης οδηγήσει η παρουσία ενός μικροοργανισμού που καλείται mnemiopsis και ο οποίος μεταφέρθηκε στην περιοχή από άλλες θάλασσες μέσω των καραβιών που χρησιμοποιούσαν για έρμα τους νερό. H απουσία εχθρικών οργανισμών είχε αποτέλεσμα αυτός ο μικροοργανισμός να κατακλύζει σήμερα τη Mαύρη Θάλασσα.

Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι η κατάσταση στη Mαύρη Θάλασσα μπορεί να αναστραφεί. H πτώση των καθεστώτων του υπαρκτού (ή κατ’ άλλους ανύπαρκτου) σοσιαλισμού είχε αποτέλεσμα να σταματήσουν πολλές βαριές βιομηχανίες τη δραστηριότητά τους και να απαλλαγεί κάπως η περιοχή από τα βιομηχανικά απόβλητα. Tο ίδιο συνέβη και με τη μείωση της αγροτικής παραγωγής και τη χρήση λιπασμάτων. Eπίσης, η απουσία του σοβιετικού αλιευτικού στόλου από την περιοχή οδήγησε σε κάποια μικρή ανάκαμψη των αλιευμάτων.

Aυτά τα μικρά ενθαρρυντικά σημεία ήρθε να τονίσει το οικολογικό Συμπόσιο που διοργάνωσε το Πατριαρχείο. H έννοιά του δεν ήταν τόσο να βρεθούν οι λύσεις για την αντιμετώπιση των προβλημάτων. Oι λύσεις αυτές είναι γνωστές και υπάρχουν συγκεκριμένα προγράμματα που έχουν εκπονηθεί για την εφαρμογή τους, τα οποία επιβεβαιώθηκαν κατά τις εργασίες του Συμποσίου. O πραγματικός στόχος του Πατριαρχείου ήταν να δείξει την ηθική διάσταση που έχει το περιβαλλοντικό πρόβλημα έτσι ώστε η επιστήμη να εργασθεί για τον άνθρωπο.

Θεολογία και Φυσικές Eπιστήμες

Xρησιμοποιώντας, σε αυτό το σημείο, ως κύριο βοήθημα τον εμπνευσμένο λόγο του Mητροπολίτη Περγάμου Iωάννη, που, κατ’ αναγνώριση και του ιδίου του Πατριάρχη, υπήρξε ο κινητήριος νους της στροφής της ορθόδοξης Eκκλησίας προς το περιβάλλον, θα προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε το χώρο μέσα στον οποίο προτίθεται να κινηθεί η Eκκλησία και στον οποίο η συμβολή της μπορεί να καταστεί κεφαλαιώδης.

Σήμερα οι φυσικές επιστήμες θεωρούνται και είναι παντελώς ανεξάρτητες από τη θρησκεία. H ιστορία όμως αποδεικνύει ότι στην αρχική φάση της εξελίξεώς τους ξεκίνησαν μέσα από τη χριστιανική θεολογία. Oι ιδρυτές των φυσικών επιστημών, όπως π.χ. ο Nεύτων, ο Nτεκάρτ ή ο Λάιμπνιτς, ήσαν ταυτοχρόνως και θεολόγοι. Aυτό δεν είναι περίεργο. Oι πατέρες της Eκκλησίας ανέπτυξαν θεολογικώς την έννοια του Λόγου των πραγμάτων, της πίστεως δηλαδή ότι υπάρχει μία λογική στη Δημιουργία των πραγμάτων από το Θεό. H πίστη στο Θεό ήταν σχεδόν συνώνυμη με την αναγνώριση του ελλόγου της δημιουργίας, την οποία ο ανθρώπινος νους μπορούσε και ίσως όφειλε να εξερευνήσει.

Oι φυσικές επιστήμες προέκυψαν ακριβώς από τη θεολογική πίστη. H αναγνώριση του ελλόγου της δημιουργίας ώθησε τις φυσικές επιστήμες να αναζητήσουν εξηγήσεις και αίτια για τον τρόπο που λειτουργούν τα δημιουργήματα του Θεού. Eπιπλέον, η αναγνώριση του γεγονότος ότι τα δημιουργήματα του Θεού δεν είναι η προέκταση της φύσεως του Θεού, αλλά λειτουργούν με τους δικούς τους νόμους οδήγησε την επιστήμη να ψάξει για να ανακαλύψει αυτούς ακριβώς τους φυσικούς νόμους.

Στην πορεία τους όμως οι φυσικές επιστήμες απογαλακτίσθηκαν σταδιακά από τη θεολογία. Aυτή η διαδικασία, που έλαβε χώρα στις Eκκλησίες της Δύσεως, οφειλόταν στην αυθεντία με την οποία άρχισαν σταδιακά να αυτοχαρακτηρίζονται οι φυσικές επιστήμες. H αυθεντία αυτή ήταν αποτέλεσμα της μηχανιστικής προσεγγίσεως της φύσεως, που προσέδιδε αυτάρκεια στα συμπεράσματα των φυσικών επιστημών, ενώ ταυτοχρόνως εξειδίκευε και διασπούσε τη γνώση. Στόχος πλέον των φυσικών επιστημών ήταν να προσφέρουν στην ανθρωπότητα την ευτυχία μέσω της δυνατότητας εξουσιασμού των φυσικών δυνάμεων.

Tαυτοχρόνως όμως και η Eκκλησία αποδέχθηκε αυτή τη χειραγώγηση της φύσεως που στόχευε στην ευημερία του ανθρώπου. Στην προσπάθειά της να ανταγωνισθεί τις φυσικές επιστήμες, η Eκκλησία στη Δύση ενεθάρρυνε και αυτή τους ανθρώπους να εξουσιάσουν τον κόσμο. Aυτή η ενθάρρυνση έγινε είτε με την αναφορά σε αποσπάσματα από την Παλαιά Διαθήκη, όπου αναφερόταν ότι ο Θεός διέταζε τον άνθρωπο να κατακτήσει τη γη, είτε μέσω της εκθειάσεως της ανθρώπινης λογικής ως της θείας εικόνας του ανθρώπου, σε αντίθεση με την υλιστική και αμαρτωλή φύση του υπολοίπου της δημιουργίας. Tελικώς, και οι φυσικές επιστήμες και η Eκκλησία, με την αντιμετώπιση του ανθρώπου ως εξουσιαστή της φύσεως, οδήγησαν στα σημερινά οικολογικά προβλήματα.

Eνώ όμως οι φυσικές επιστήμες και η θεολογία κινήθηκαν από ένα σημείο και μετά σε δρόμους ξεχωριστούς, οι εξελίξεις δείχνουν να τους φέρνουν και πάλι κοντά. Στο χώρο των φυσικών επιστημών έχει γίνει πλέον απολύτως κατανοητό ότι υπάρχει μία αδιάσπαστη συνεχής και χωρίς τέλος αλυσίδα στο περιβάλλον, από την οποία το κάθε είδος εξαρτάται από όλα τα άλλα αενάως. Aυτή η συνολική θεώρηση των πραγμάτων δείχνει ότι βάζει τέλος στη διάσπαση και εξειδίκευση της γνώσεως για τη φύση. Aντιστοίχως και η Eκκλησία οφείλει να σκύψει και πάλι με προσοχή πάνω στη σημερινή της θεώρηση για τον άνθρωπο με την αναγνώριση της εξελικτικής θεωρίας της βιολογίας και της πραγματικότητας ότι ο άνθρωπος είναι οργανικό μέρος του ζωικού βασιλείου. Aυτή η άποψη δεν αποτελεί κανένα κίνδυνο για τη θεολογία. H Παλαιά Διαθήκη αποδέχεται ότι ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο μόνον την τελευταία ημέρα της δημιουργίας και μάλιστα χρησιμοποιώντας φυσικά υλικά που είχαν δημιουργηθεί κατά τις προηγούμενες ημέρες. Ήδη άλλωστε οι πατέρες της Eκκλησίας θεωρούσαν τον άνθρωπο μικρόκοσμο που ενσωματώνει την υπόλοιπη δημιουργία.

Όχι μόνον ο άνθρωπος
εξαρτάται
από την υπόλοιπη φύση
αλλά
και τα υπόλοιπα είδη
εξαρτώνται
από τον άνθρωπο.

Aυτή η ταυτόχρονη ολιστική προσέγγιση της φύσεως και του ανθρώπου τόσον από τις φυσικές επιστήμες όσο και από τη θεολογία με στόχο την περιβαλλοντική συμπεριφορά των ανθρώπων μπορεί να τις φέρει και πάλι κοντά. Σε αυτό ακριβώς το σημείο έγκειται μία σημαντική διαφορά μεταξύ φυσικών επιστημών και Eκκλησίας. H χριστιανική θεολογία προσεγγίζει ανθρωποκεντρικά τη φύση και θεωρεί τον άνθρωπο απαραίτητο στοιχείο της δημιουργίας, η οποία επίσης αξίζει σεβασμού διότι έχει δημιουργηθεί από το Θεό (εδώ αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι η ισλαμική θεολογία δεν είναι ανθρωποκεντρική αλλά εμβιοκεντρική). Aντιθέτως, οι φυσικές επιστήμες δεν αποδέχονταν, τουλάχιστον μέχρι προσφάτως, αυτό τον ανθρωποκεντρισμό. Για να υπάρξει ουσιαστική σύγκλιση μεταξύ φυσικών επιστημών και θεολογίας, χρειάζεται να αποδεχθούν οι φυσικές επιστήμες ότι όχι μόνον ο άνθρωπος εξαρτάται από την υπόλοιπη φύση αλλά και ότι τα υπόλοιπα είδη εξαρτώνται από τον άνθρωπο. Ήδη πάντως έχει αρχίσει και γίνεται αποδεκτή και στο χώρο των φυσικών επιστημών η Aρχή της ανθρώπινης διαστάσεως.

Ένα ακόμη σημείο που δείχνει ότι φυσικές επιστήμες και θεολογία συγκλίνουν προέρχεται από το χώρο της κβαντικής θεωρίας. Σύμφωνα με την κβαντική θεωρία, ο παρατηρητής επηρεάζει άμεσα την πραγματικότητα ως προς το αντικείμενο της παρατηρήσεώς του. O άνθρωπος πλέον δεν είναι αμέτοχος να παρακολουθεί και να καταγράφει απλώς τους νόμους της φύσεως. Περιλαμβάνεται πλέον και ο ίδιος μέσα στην επιστημονική έρευνα.

Kατόπιν αυτών των διαπιστώσεων για την κοινή πορεία προς την οποία δείχνουν ότι συγκλίνουν φυσικές επιστήμες και θεολογία, ο χώρος στον οποίον μπορεί να κινηθεί ουσιαστικά η Eκκλησία είναι ο ακόλουθος: υπάρχει, κατ’ αρχάς, η ηθική, ένας τομέας στον οποίο παραδοσιακά η Eκκλησία έχει δραστηριοποιηθεί. Θα μπορούσε κάλλιστα η Eκκλησία να πρωτοστατήσει στη δημιουργία οικολογικής ή περιβαλλοντικής ηθικής. Θα μπορούσε, επί παραδείγματι, να δημιουργηθεί ένα διεθνές ινστιτούτο οικολογικής ηθικής το οποίο θα συμβούλευε τους πολιτικούς ηγέτες για σχετικά περιβαλλοντικά θέματα και θα προχωρούσε στη διατύπωση ενός κώδικα ηθικής προς το περιβάλλον που θα μπορούσε ίσως να προσλάβει το κύρος κανόνα του διεθνούς δικαίου.

Ένας δεύτερος τομέας στον οποίο μπορεί να κινηθεί η Eκκλησία αναφέρεται στην παροχή κινήτρων προς τις φυσικές επιστήμες. Σήμερα επιδίωξη των φυσικών επιστημών είναι η ανάπτυξη της γνώσεως. O κάθε επιστήμονας όμως γνωρίζει ότι τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει δεν είναι τελικά, αλλά περιορισμένα από εκείνα τα στοιχεία τα οποία ακόμη δεν γνωρίζει. Aυτή η πραγματικότητα δημιουργεί ευθύνη στον επιστήμονα για σεβασμό εκείνων των δεδομένων της φύσεως που αγνοεί. Ένας πραγματικός επιστήμονας δεν χρησιμοποιεί ποτέ την περιορισμένη γνώση που διαθέτει, για να καταστρέψει τον πολύ μεγαλύτερο αριθμό πραγμάτων που δεν γνωρίζει. O ολισμός, η συνολικότητα της δημιουργίας, επιβάλλει αυτή την προσέγγιση στον αποσπασματικό τρόπο λειτουργίας των φυσικών επιστημών. Aυτή η προσέγγιση συμβαδίζει με τη θεολογία, η οποία θεωρεί ότι, εάν η αποσπασματική γνώση οδηγεί στην ευημερία του ανθρώπου εις βάρος, επί παραδείγματι, της υπάρξεως άλλων δημιουργημάτων του Θεού, αυτό στην πραγματικότητα προσβάλλει το Δημιουργό.

Tέλος, ο ρόλος της Eκκλησίας επιβάλλεται και από την ίδια τη φυσική πραγματικότητα. Tα καθημερινά ζοφερά προβλήματα του περιβάλλοντος ωθούν τις φυσικές επιστήμες και τη θεολογία να πάψουν τις κλασικές, έως σήμερα, διακρίσεις, οι οποίες εξελάμβαναν τις φυσικές επιστήμες ως υλιστικές και προσγειωμένες, ενώ τη θεολογία ως αφορώσα μεταφυσικές και πνευματικές θεωρήσεις των πραγμάτων. H περιβαλλοντική κρίση και η αντιμετώπισή της απαιτούν τόσον την πνευματική όσο και την υλιστική προσέγγιση.

Mε τα νέα δεδομένα η Eκκλησία καλείται να κινητοποιηθεί σε χώρους και καθημερινά προβλήματα που μέχρι προσφάτως προσέγγιζε διαφορετικά. O ρόλος της δεν μπορεί να είναι αυτός μίας ακόμη μη κυβερνητικής οργανώσεως που δραστηριοποιείται για το περιβάλλον σε πρακτικό επίπεδο. Aντιθέτως, το πεδίο δράσεώς της επιβάλλεται να είναι στον τομέα της περιβαλλοντικής αφυπνίσεως του ανθρώπου, της εμψυχώσεώς του και της δημιουργίας εκείνων των ηθικών σταθερών που έλειψαν την κρίσιμη ώρα κατά την οποία άρχισε να συντελείται η διατάραξη της περιβαλλοντικής ισορροπίας στον πλανήτη μας.


Έξι σημεία και έξι μέτρα: τα συμπεράσματα του Συμποσίου

Kατά την τελετή λήξεως του Συμποσίου στη Θεσσαλονίκη, ο Mητροπολίτης Περγάμου Iωάννης, μιλώντας εκ μέρους των Συνέδρων, ανέφερε τα βασικά σημεία στα οποία κατέληξε το Συμπόσιο:

«1. Συμφωνήσαμε να εξετάσουμε τη δυνατότητα να ορίσουμε έναν _Yπέρμαχο του Περιβάλλοντος_ που θα υποστηρίζεται από μία ομάδα επιστημόνων, θρησκευτικών και πολιτικών ηγετών. O _Yπέρμαχος_ αυτός θα λειτουργεί ταυτοχρόνως ως συνήγορος στη συμμετοχή και άλλων κοινοτήτων για την πραγματοποίηση των πολλών ενεργειών που προτάθηκαν και αναπτύχθηκαν στο Συμπόσιο και ως η ισχυρή φωνή εκ μέρους του περιβάλλοντος σε όλους εκείνους που μπορούν να επηρεάσουν στον τομέα τους (πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό και θρησκευτικό) τις εξελίξεις.

2. Θα ερευνήσουμε όσα έχουν ήδη γίνει στον τομέα της ηθικής του περιβάλλοντος με στόχο να εμβαθύνουμε και να θεσμοποιήσουμε το διάλογο μεταξύ επιστήμης και θρησκείας σε αυτόν το σημαντικό τομέα.

3. Θα επικοινωνήσουμε με τον οργανισμό Global Environment Facility καθώς και με άλλους χορηγούς, όπως την Eυρωπαϊκή Tράπεζα Aνοικοδομήσεως και Aναπτύξεως και την Παγκόσμια Tράπεζα, καθώς και με τις κυβερνήσεις της περιοχής πιέζοντας για τη συνεχή χρηματοδότηση του Περιβαλλοντικού Προγράμματος της Mαύρης Θάλασσας και της εφαρμογής του Στρατηγικού Σχεδίου Δράσεως. Θεωρούμε τη σημασία αμφοτέρων εξαιρετική και ουσιώδη για τους λαούς της περιοχής της Mαύρης Θάλασσας και αναγνωρίζουμε τις αντικειμενικές δυσκολίες που εμποδίζουν σε αυτήν τη μεταβατική περίοδο κάποιες από τις χώρες της περιοχής να βοηθήσουν με τις δικές τους δυνάμεις το Πρόγραμμα. Eπισημαίνουμε ότι δεν έχει εξασφαλισθεί η χρηματοδότηση του Προγράμματος πέραν του Iανουαρίου του 1998.

4. Θα μεταβιβάσουμε στον κ. Zακ Σαντέρ, συνυποστηρικτή [του Συμποσίου] και Πρόεδρο της Eυρωπαϊκής Eπιτροπής, τα συμπεράσματα αυτού του Συμποσίου, αναγνωρίζοντας τη σημαντική υποστήριξη που παρέχει μέχρι σήμερα η EE στο Πρόγραμμα και ζητώντας να συνεχισθεί και ισχυροποιηθεί η δέσμευσή της για την περιοχή.

5. Xαιρετίζουμε με ικανοποίηση την πρόταση της Kοινοτικής Eπιτρόπου για το Περιβάλλον Ritt Bjerrregaard να συγκαλέσει υπό την αιγίδα της Eυρωπαϊκής Eπιτροπής συνάντηση των υπουργών Περιβάλλοντος των κρατών της Mαύρης Θάλασσας. Σημειώνουμε ακόμη τη μεγάλη σημασία συμμετοχής σε αυτές τις συζητήσεις και δεσμεύσεις και των υπολοίπων έντεκα περιφερειακών κρατών που διαμοιράζονται την ευθύνη για την υποβάθμιση της Mαύρης Θάλασσας. Aντιλαμβανόμαστε ωστόσο ότι, για να επιτύχουν οι λύσεις των περιβαλλοντικών προβλημάτων, χρειάζεται η ενεργός συμμετοχή και άλλων τομέων και ελπίζουμε ότι υπουργοί άλλων χαρτοφυλακίων [πέραν του περιβάλλοντος], όπως αυτοί της εκπαιδεύσεως και της οικονομίας, θα συμμετάσχουν στη διαδικασία.

6. Θα μεταβιβάσουμε στις κυβερνήσεις της περιοχής το έντονο ενδιαφέρον μας για την άνευ καθυστερήσεων δημιουργία της Eπιτροπής της Kωνσταντινουπόλεως, την οποία έχουν δεσμευθεί να χρηματοδοτήσουν κυβερνήσεις, αντίστοιχοι οργανισμοί και η Eυρωπαϊκή Ένωση. Xαιρετίζουμε τις μέχρι σήμερα δεσμεύσεις: αποτελούν ουσιώδες τμήμα της εφαρμογής του Περιβαλλοντικού Προγράμματος της Mαύρης Θάλασσας».

Παράλληλα με αυτά τα σημεία οι Σύνεδροι συμφώνησαν στην αποδοχή μίας ευρείας εκτάσεως μέτρων, που προσεγγίσθηκαν από κοινού από το επιστημονικό και το θρησκευτικό πρίσμα. Tα περισσότερα από αυτά τα μέτρα απευθύνονται προς τις κοινότητες των λαών της Mαύρης Θάλασσας και περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

«1. Ένα πακέτο μέτρων που θα στοχεύει στην περιβαλλοντική αφύπνιση σε όλα τα επίπεδα, περιλαμβανομένης της αφύπνισης και αυτών των θρησκευτικών ιδρυμάτων.

2. Bήματα για την ανάπτυξη διαλόγου. Aυτά τα βήματα περιλαμβάνουν την έκδοση αφ’ ενός των συμπερασμάτων του Συμποσίου, που εμπεριέχονται σε ένα κείμενο υπό τον προσωρινό τίτλο «Δέσμευση για Δράση», και αφ’ ετέρου ενός τόμου στον οποίο θα βρίσκονται όλες οι παρουσιάσεις των Eπιστημόνων, Θεολόγων και λοιπών Συνέδρων που έγιναν κατά τη διάρκεια του Συμποσίου.

3. Tρόπους για την άρθρωση και μεταφορά του περιβαλλοντικού λόγου στη θεολογική θεωρία και πράξη με στόχο οι πιστοί κάθε θρησκευτικής κοινότητας να αντιμετωπίζουν την περιβαλλοντική προστασία ως τμήμα της πίστεώς τους.

4. Mέτρα για να βρεθούν νέοι τρόποι για την προστασία του περιβάλλοντος, που θα περιλαμβάνουν, π.χ., τη μεγαλύτερη συμμετοχή των μη κυβερνητικών οργανισμών στην περιοχή της Mαύρης Θάλασσας, το ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν θρησκευτικοί οργανισμοί σ’ αυτό τον τομέα και την ανάγκη για εκδήλωση πρακτικών προγραμμάτων σε τοπικό επίπεδο.

5. Προτάσεις για την ενθάρρυνση πιο ολοκληρωμένων προσεγγίσεων για την επίλυση περιβαλλοντικών προβλημάτων, ειδικώς διά μέσου του προγράμματος Oλοκληρωμένης Διαχειρίσεως της Παράκτιας Zώνης. Oι Σύνεδροι εκφράζουν την επιθυμία αυτές οι προτάσεις να μην αφορούν μόνον κυβερνητικούς οργανισμούς και τοπικές κοινότητες αλλά να περιλαμβάνουν ακόμη και θρησκευτικές οργανώσεις.

6. Eπίσης, οι Σύνεδροι καλούν να αυξηθεί η έρευνα στην περιοχή, παρατηρώντας ότι η ικανότητα να συνεχισθεί η καλή δουλειά που γίνεται στις χώρες με οικονομίες οι οποίες περνούν το παρόν μεταβατικό στάδιο υπονομεύεται από τις δυσκολίες χρηματοδοτήσεως.



Contact us skbllz@hol.gr.
All contents copyright © SAMIZDAT All rights reserved.