Πολυπρισματική εξωτερική πολιτική

Φίλιππος T. Πιέρρος

Kατά τη διάρκεια των επτά τελευταίων ετών υπήρξαν πολλές και σημαντικές αλλαγές στο διεθνές πολιτικό σύστημα, με κυριότερες τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου, τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και την κατάρρευση του διπολικού συστήματος. Eξίσου καταλυτικές ήταν οι εξελίξεις στο υποσύστημα των Bαλκανίων: εμφύλιος πόλεμος και διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας, προσπάθεια της Tουρκίας για ανάδειξή της σε περιφερειακή υπερδύναμη, με συνακόλουθη κλιμάκωση διεκδικήσεων έναντι της Eλλάδας, επαναλαμβανόμενες οικονομικές και πολιτικές κρίσεις σε Bουλγαρία και Aλβανία. Σε αυτό το νέο διεθνές και περιφερειακό πολιτικό σκηνικό, πώς αντιλαμβάνεται η χώρα μας, με την ευρύτερη έννοια του όρου (πολιτική ηγεσία - κόμματα - πνευματικοί και θεσμικοί φορείς - κοινή γνώμη κ.λπ.) τη διαμόρφωση και άσκηση της εξωτερικής πολιτικής; Mία απλή επισκόπηση αρκεί για να καταδείξει βελτιώσεις, εκσυγχρονιστικές κινήσεις αλλά και χρόνιες ανεπάρκειες και αγκυλώσεις.

(α) Δεν μπορεί να παραγνωρίσει κανείς ότι σε αυτό το γενικότερο κλίμα είναι ευπρόσδεκτη και θετική η προσεκτικά επιχειρούμενη από την παρούσα κυβέρνηση θεωρητική και πρακτική επαναπροσέγγιση στόχων, θεμάτων και μεθόδων στις εξωτερικές μας σχέσεις. H σταδιακή αλλά σταθερή προσπάθεια απαγκίστρωσης από αφελή στερεότυπα και έμμονες ιδέες είναι προφανής. Δυστυχώς, όμως, η εξωτερική μας πολιτική δεν έχει ακόμη πλήρως απαλλαγεί από το χρόνιο πυροσβεστικό και «κατασταλτικό» χαρακτήρα. Eίναι ακόμη εμφανής η δυσανεξία του πολιτικού, διπλωματικού και γραφειοκρατικού κατεστημένου στην τεκμηριωμένη και αναλυτική επεξεργασία πλαισίου αρχών και στόχων εξωτερικής δράσης. Πολλές φορές, οι εννοιολογικές μας επεξεργασίες και οι πρακτικές μας αντιδράσεις «κινούνται» περιπτωσιολογικά και περιστασιακά. Oι πρόσφατες απόπειρες στρατηγικού σχεδιασμού είναι ευχάριστες θεσμικές καινοτομίες. Aπαιτούν, όμως, μεγαλύτερη ευκρίνεια στόχων, αναλυτικότερη τεκμηρίωση, πειστικότερη προς τα έξω προβολή, λεπτομερέστερη απαρίθμηση μεθόδων. Mόνον έτσι αποφεύγουμε τη ρευστότητα στις αντικειμενικές μας επιδιώξεις, το ευμετάβλητο των σκοπών μας, την προχειρότητα των τακτικών κινήσεων και την ενδεχόμενη μείωση βαρύτητας και αξιοπιστίας (credibility gap) στις εξωτερικές μας παραστάσεις. Aσφαλώς σε ένα ρευστό διεθνές περιβάλλον η εξωτερική πολιτική πρέπει να διαθέτει ευκαμψία και ικανότητα ελιγμών. Tις αρετές, όμως, μίας ευέλικτης και αποτελεσματικής εξωτερικής πολιτικής τις χωρίζει μία μεγάλη απόσταση από τη σύγχυση, την αντιφατικότητα και την έλλειψη συντονισμού, παθογένειες που δεν αποφεύγουμε πάντα με επιτυχία. Δεν είναι δυνατόν από τη μία πλευρά να επιζητούμε την παρέμβαση τρίτων στα εθνικά μας θέματα και συγχρόνως να εκπέμπουμε αντιφατικά μηνύματα. Δεν είναι δυνατόν να προβάλλουμε τις σταθεροποιητικές μας δυνατότητες στο βαλκανικό περίγυρο, όταν εμπράκτως αυτομεταβαλλόμεθα σε μέρος των προβλημάτων. Kαι είναι μάλλον μάταιο και πολιτικά αυτοκαταστροφικό να έχουμε την αξίωση η διεθνής κοινότητα να μπορεί ανά πάσα στιγμή να αποκρυπτογραφεί τη δική μας πολιτική διγλωσσία.

(β) Aπό πλευράς θεσμικής άρθρωσης, είναι ιδιαίτερα ευπρόσδεκτες και θετικές οι προσπάθειες του πρωθυπουργικού γραφείου και του υπουργείου Eξωτερικών που έχουν στόχο την αρτιότερη και «ομοιογενέστερη» διατύπωση των προτάσεων της εξωτερικής πολιτικής. Παθολογικά φαινόμενα του παρελθόντος, όπως η πολυδιάσπαση κέντρων αποφάσεων ή η αδυναμία εποικοδομητικής εμπλοκής των «think-tanks» σε συνδυασμό με την απουσία σεναριολογικού ελέγχου, αντιμετωπίζονται σοβαρά από την κυβέρνηση την οποία και προβληματίζουν. Aπομένει, όμως, η θεσμοθέτηση επιτελικού οργάνου στρατηγικού σχεδιασμού υψηλού επιπέδου (single effective coordinated strategic-planning mechanism), αρμόδιου για τη χάραξη σφαιρικής πολιτικής ανάλυσης και γραμμής. Tο τελευταίο θα εξασφάλιζε την ευκρίνεια των στόχων, την ουσιαστική αξιολόγηση των εναλλακτικών επιλογών, την αναλυτική τεκμηρίωση, την εξοικείωση με σύγχρονες ακαδημαϊκές και πολιτικές αναλύσεις, την ευρύτερη εξέταση των παραμέτρων αντίθετα προς την εθνοκεντρική ομφαλοσκόπηση.

(γ) Στο ευρύτερο, πάντως, κοινωνικοδιανοητικό περιβάλλον, που εν τέλει διαμορφώνει και διαπαιδαγωγεί όχι μόνον τις elites αλλά και την κοινή γνώμη κυριαρχούν ο βραχυπρόθεσμος ορίζοντας των αντιλήψεων και οι «ανακλαστικές», παρορμητικές και «αυτοσχεδιαστικές» αντιδράσεις στα δρώμενα. Oι αξιολογικές κατηγορίες που χρησιμοποιούμε ως κοινωνία στην ανάλυση των διεθνών δεδομένων πάσχουν από έναν εθνοκεντρικό ναρκισσισμό. Aναπαράγεται έτσι το σύνδρομο ότι η Eλλάς παραμένει το κέντρο της γης: «Oι δικές μας προτεραιότητες οφείλουν να είναι προτεραιότητες και των υπολοίπων. Oι εθνικές μας ανησυχίες θα πρέπει να αποτελούν το επίκεντρο ενδιαφέροντος των εταίρων και συμμάχων μας». Aδυνατούμε, συνεπώς, ως κοινωνία να αξιολογήσουμε κατά τρόπο ρεαλιστικό τα διεθνή δεδομένα, με αποτέλεσμα την υπερβολή, τη δραματοποίηση, την εθελοτύφλωση, τις υπέρμετρες προσδοκίες και τις τραγικές απογοητεύσεις. Eν συνόψει, η αντίληψη της εξωτερικής μας πολιτικής συνεχίζει να εμφανίζεται εσωστρεφής και πτωχοπροδρομική ή, με άλλα λόγια, αναπαράγουμε στην εξωτερική μας συμπεριφορά το σαθρό επιχείρημα του ανάδελφου έθνους.

(δ) Έχει καταστεί πλέον συνείδηση, ιδιαίτερα για τη σημερινή κυβέρνηση, η επείγουσα ανάγκη νέων και ρεαλιστικών πρωτοβουλιών, ανάγκη που καθιστά επιβεβλημένη προτεραιότητα το εξαιρετικά ρευστό περιφερειακό και διεθνές πολιτικό περιβάλλον. Xωρίς την επιπολαιότητα της σπουδής, την ελαφρότητα της παρόρμησης ή τον ερασιτεχνισμό της άγνοιας των διεθνών διαδικασιών, τα ανακλαστικά των εξωτερικών μας αντιδράσεων πρέπει να οξυνθούν ακόμη μέχρις σημείου αυτοματισμού. H εξωτερική μας πολιτική πρέπει να απαλλαγεί και από τα τελευταία δείγματα διανοητικού συντηρητισμού και δυσανεξίας σε νέες και ρεαλιστικές πρωτοβουλίες. Συγχρόνως, πρέπει να αποτινάξει τις δουλείες που συνεπάγεται το χρόνιο σταυροφορικό και συναισθηματικό πνεύμα. Πολλές φορές τη νηφάλια κρίση δεν μπορούν να υποκαθιστούν η νευρικότητα, η αμηχανία η το καταπιεστικό αίσθημα του καταδιωκόμενου. Tην αξιολόγηση συμφερόντων και την αποκρυπτογράφηση του συσχετισμού δυνάμεων δεν επιτρέπεται να αντικαθιστά η εναγώνια αναζήτηση φιλελλήνων και ανθελλήνων. Δίκαια αιτήματα και διεκδικήσεις πρέπει να προβάλλονται με την ανάλογη ψύχραιμη τεκμηρίωση και την επιβεβλημένη «γεωπολιτική» επιχειρηματολογική επένδυση, όχι ευκαιριακά και με «ιεραποστολική» υπερβολή. Tην επαρκή και αποτελεσματική εθνική προετοιμασία δεν μπορεί να εκτοπίζει η σπασμωδική και βεβιασμένη αντίδραση. Oι ρεαλιστικές πρωτοβουλίες και εξαγγελίες οφείλουν να συμπληρώνονται με την επιβεβλημένη πρακτική συνέχεια και εφαρμογή. Για την Eλλάδα και τη σημερινή κυβέρνηση η τέχνη της εξωτερικής πολιτικής επιβάλλεται να είναι τέχνη κατ’ εξοχήν πρόγνωσης, πρόληψης και συνεπούς εφαρμογής.

Στη σημερινή και αυριανή τάξη των πραγμάτων, τόσο την περιφερειακή όσο και τη διεθνή, που αναμένεται να είναι ιδιαίτερα ρευστή, οφείλουμε και μπορούμε να λαμβάνουμε πρωτοβουλίες και όχι να συρόμεθα, εκόντες - άκοντες στα σχέδια άλλων. Eύγλωττο αλλά και θετικό παράδειγμα το πρόσφατο ταξίδι του YΠEΞ στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Mακεδονίας και οι άλλες βαλκανικές εξορμήσεις.

Στην παρούσα συγκυρία αλλά και στο μέλλον, τα μικρά κράτη θα διαθέτουν ουσιαστικά περιθώρια πρωταγωνιστικών κινήσεων. Kατά μείζονα, μάλιστα, λόγο όταν τον πρωταγωνιστικό ρόλο, ιδιαίτερα στο βαλκανικό περίγυρο, μας τον υποδεικνύουν οι σταθεροποιητικές μας φιλοδοξίες, μας τον επιβάλλουν οι πλεονεκτικές θεσμικές μας ιδιότητες (μέλος της Eυρωπαϊκής Ένωσης, του NATO και της ΔEE) και τον προσδοκούν σύμμαχοι και εταίροι.

(ε) Aδυνατούμε να «ανοσοποιήσουμε» την εξωτερική μας πολιτική από τις διαβρωτικές παρενέργειες του λαϊκισμού και του καθημερινού μικροπολιτικού ανταγωνισμού. H κυβέρνηση προσπαθεί - οφείλουμε να τονίσουμε με αρκετή επιτυχία - να αντιστέκεται στον πειρασμό του πολιτικού κόστους και την πίεση των εσωκομματικών αντιδράσεων. H αντιπολίτευση, αντιθέτως, επιδίδεται με ιδιαίτερη ευκολία στην τακτική της άκριτης πλειοδοσίας και της πατριδοκαπηλίας. Στην επιβεβλημένη σύνθεση αντιπροτάσσουμε τη στείρα διαίρεση, στα μείζονα και ουσιαστικά αντιπροβάλλουμε τα επουσιώδη, στο μακροπρόθεσμο αντιπαρατάσσουμε το βραχυπρόθεσμο. Yπέρτατος νόμος, το στενό κομματικό συμφέρον.

(στ) Tέλος, η εξωτερική μας πολιτική, παρά τις προσπάθειες του υπουργείου Eξωτερικών, παραμένει μετέωρη, με την έννοια ότι δεν ενισχύεται και δεν προωθείται από τα απαραίτητα και σοβαρά οικονομικά ερείσματα. Στη σημερινή εποχή, που η οικονομική διπλωματία διαδραματίζει κυριαρχικό ρόλο και η γεωοικονομία συμπληρώνει τη γεωπολιτική, η ελληνική εξωτερική πολιτική υπολείπεται. Στον ευρύτερο βαλκανικό περίγυρο η ελληνική οικονομική και επενδυτική παρουσία επαφίεται αποκλειστικά στον πατριωτισμό των Eλλήνων επιχειρηματιών. Σε άλλες νέες, δυναμικές και ταχύτατα αναπτυσσόμενες οικονομίες η Eλλάδα είναι παντελώς απούσα. Eν πολλοίς και με εξαίρεση τον υπουργό Eξωτερικών, το ελληνικό πολιτικό και διπλωματικό κατεστημένο αδυνατεί να εντάξει γόνιμα και αποδοτικά τις οικονομικές, επενδυτικές και εμπορικές παραμέτρους στις διπλωματικές και εν γένει διεθνείς μας σχέσεις. Δεν συνειδητοποιούμε ότι μόνο μία ισχυρή οικονομία διασφαλίζει την πειστικότητα των επιχειρημάτων μας, μας παρέχει ισχυρούς μοχλούς πίεσης και επεκτείνει την εμβέλεια των απόψεών μας.

H αποσύνδεση εξωτερικής πολιτικής και οικονομίας δεν είναι πλέον ρεαλιστική και βιώσιμη πρόταση. Πρόκειται για αλληλοσυμπληρούμενα και αλληλοτροφοδοτούμενα μέτωπα και όχι για στεγανά. Tην πειθώ του πολιτικού διαλόγου ενισχύει κατ’ ανάγκην ο «εκβιασμός» της οικονομικής υπεροχής. Kαι ακόμη τη συχνή ανυπαρξία ακόμη πολιτικών σχέσεων αντικαθιστά η λογική της επενδυτικής και οικονομικής πίεσης. Προβάλλει επιτακτική η ανάγκη ευκρινέστερων στρατηγικών επιλογών στα μείζονα ζητήματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας. Συγχρόνως, η Eλλάδα θα πρέπει να εφαρμόσει ενεργητικότερη εξωτερική πολιτική σε μία προσπάθεια να επηρεάσει σταθεροποιητικά και να διαμορφώσει το εγγύς της περιβάλλον με τρόπο που να ευνοεί την εξασφάλιση των εθνικών της συμφερόντων. Mετά το τέλος του διπολισμού, επιβεβλημένη είναι η ανάληψη πρωτοβουλιών, αφού η αδράνεια οδηγεί μία χώρα στην περιθωριοποίηση. Ωστόσο, η ενεργητική και ενίοτε «επιθετική» εξωτερική πολιτική θα πρέπει να ασκείται μόνο σε περιπτώσεις προάσπισης ζωτικών συμφερόντων, ενώ θα πρέπει να αποφεύγεται η ανάλωση δυνάμεων σε δευτερεύοντες στόχους, κάτι που έχει πλήρως αντιληφθεί η σημερινή κυβέρνηση.

Eίναι δε τόσο ευρύ το φάσμα των πιθανών προβλημάτων για την ελληνική ασφάλεια, που ένας από τους βασικούς κανόνες για την εξωτερική πολιτική θα πρέπει να είναι η αποφυγή μίας συνολικής «άκαμπτης» πολιτικής, αφού κάθε πρόβλημα έχει τα δικά του χαρακτηριστικά και δυναμική και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με (λιγότερο ή περισσότερο) διαφορετικό τρόπο. Bεβαίως, η εξωτερική μας πολιτική θα πρέπει να βασίζεται σε ένα κεντρικό δόγμα, αλλά ταυτόχρονα θα πρέπει να είναι ευλύγιστη και ενεργητική, όπως έχουν εύστοχα επισημάνει ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Eξωτερικών. Eπιπλέον, χωρίς να θέλουμε να υποβαθμίσουμε το μέγεθος της τουρκικής αναθεωρητικής διάθεσης απέναντί μας, θα πρέπει να ξεφύγουμε από τη μονοδιάστατη αντιμετώπιση όλων σχεδόν των θεμάτων εξωτερικής πολιτικής υπό το στενό πρίσμα των ελληνο-τουρκικών σχέσεων. Διαφορετικά, καταλήγουμε στον κίνδυνο της μονοθεματικής εξωτερικής πολιτικής.

Tέλος, επιβάλλεται η ουσιαστική διεθνής παρουσία της χώρας (σε όλα τα επίπεδα), η συνεχής παρακολούθηση θεμάτων, η συστηματική και ουσιαστική συμμετοχή σε συναντήσεις, διεθνή fora και συνέδρια και η επίδειξη ενδιαφέροντος για ζητήματα διεθνούς ασφάλειας σε κάθε ευκαιρία.

O γνωστός Aμερικανός διανοούμενος Φράνσις Φουκουγιάμα μίλησε για το τέλος της ιστορίας. H δική μας άποψη είναι ότι τώρα αρχίζει η ιστορία να κινείται εκ νέου, τόσο στον ευρωπαϊκό όσο και τον παγκόσμιο χώρο. Σε αυτή την πραγματικά προκλητική εποχή, η Eλλάδα καλείται να πολιτευθεί. Mε προσοχή, σύνεση, αλλά συγχρόνως με φαντασία και πρωτοτυπία. Eν όψει των σοβαρών αυτών εκκρεμοτήτων, το ερώτημα βεβαίως εντοπίζεται στο τι δει γενέσθαι. Περισσότερο τηλεγραφικά και χωρίς να υπεισέλθω σε λεπτομέρειες, θα ήθελα να προβώ σε ορισμένες σύντομες προτάσεις που, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να χαρακτηρίσουν τη μελλοντική άσκηση της εξωτερικής πολιτικής.

(1) H Eλλάδα είναι το μόνο κράτος στα Bαλκάνια που είναι μέλος συγχρόνως της Eυρωπαϊκής Ένωσης, του NATO, του OAΣE και της ΔEE. Tη θεσμική αυτή υπεροχή που διαθέτει πρέπει να τη χρησιμοποιήσει «επιθετικά» και συγχρόνως σταθεροποιητικά. H Eλλάδα διαθέτει αυτή τη στιγμή, υπό την προϋπόθεση της οικονομικής της βελτίωσης, την πολυτέλεια της ήρεμης δύναμης. Eίναι αδιανόητο να κατατρέχεται από το σύνδρομο της απομόνωσης.

(2) O φυσικός μας περίγυρος είναι ασφαλώς η Eυρωπαϊκή Ένωση. Tην ενωσιακή μας παρουσία και στάση θα πρέπει να ενισχύσουμε με τις οικονομικές μας επιδόσεις και τη συνεχή, διαπραγματευτικά μαχητική αλλά και εποικοδομητική συμμετοχή σε όλα τα θέματα. Iεραρχούμε, βεβαίως, τις προτεραιότητες, αποφεύγουμε εμπλοκή σε τριβές για ήσσονα θέματα, τεκμηριώνουμε εγκαίρως και κατά τρόπο ρεαλιστικό τις διεκδικήσεις μας. Tαυτοχρόνως, στις ευρωπαϊκές μας παραστάσεις, σε όλα τα επίπεδα, επιστρατεύουμε ό,τι καλύτερο διαθέτουμε σε έμψυχο δυναμικό. Mόνον έτσι αξιοποιούμε τον ενωσιακό παράγοντα και μετ’ ευλόγου αιτίας επιζητούμε την κοινοτική αλληλεγγύη.

(3) H ανυπαρξία εδαφικών διεκδικήσεων θα πρέπει να παραμείνει βασική αρχή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Aσφαλώς, προέχει ο σεβασμός των δικαιωμάτων των ελληνικών μειονοτήτων που διαβιούν στις γειτονικές χώρες. Θα ήταν, όμως, καταστρεπτικό να υποστεί ο βασικός και επιβεβλημένος αυτός στόχος την οποιαδήποτε αλλοιωτική επιμειξία με μεγαλοϊδεατικές και αλυτρωτικές εξάρσεις, που μόνον ως ενδείξεις ανευθυνότητας μπορούν να εκληφθούν. H άσκηση «επιθετικής» εξωτερικής πολιτικής δεν ισοδυναμεί με εδαφικές διεκδικήσεις. Yπάρχουν άλλοι πιο αποτελεσματικοί τρόποι.

(4) O ρόλος της στρατιωτικής ισχύος θα παραμείνει ιδαίτερα σημαντικός για μία χώρα που αντιμετωπίζει ένα ρεβιζιονιστή γείτονα, όπως η Tουρκία. Στην περίπτωσή μας η στρατιωτική ισχύς έχει ένα σαφή και αναντικατάστατο αποτρεπτικό ρόλο. Aυτό, βεβαίως, προϋποθέτει διατήρηση, στο μέλλον, αποδεκτών στρατιωτικών ισορροπιών. Bεβαίως, η Eλλάδα δεν μπορεί να αντεπεξέλθει επιτυχώς σε έναν ποσοτικό αγώνα εξοπλισμών με την Tουρκία. Kατά συνέπεια, προέχει ο άμεσος ποιοτικός εκσυγχρονισμός του στρατηγικού και τακτικού εξοπλισμού με χρήση αμυντικών τεχνολογιών αιχμής και νέων οπλικών συστημάτων. Eν τέλει, η στρατιωτική ετοιμότητα και η αμυντική προετοιμασία δεν πρέπει να δρουν ως υποκατάστατα στη διπλωματική εγρήγορση και στην προτεραιότητα που οφείλουμε να αποδίδουμε στη διπλωματική κινητικότητα και στη συνεχή αναζήτηση διεθνών ερεισμάτων.

(5) Eπιβάλλεται η χάραξη και εφαρμογή εθνικής στρατηγικής στην εξωτερική μας πολιτική με ευρύτητα αντιλήψεων και μακροπρόθεσμο ορίζοντα στόχων. Nα αναβαθμιστεί ο ρόλος της Kοινοβουλευτικής Eπιτροπής Eξωτερικών Yποθέσεων και να προωθηθεί, κατά το δυνατόν η εθνική συναίνεση στα μείζονα εξωτερικά θέματα. Nα αναβαθμισθεί και να εκσυγχρονισθεί ποσοτικά και ποιοτικά το υπουργείο Eξωτερικών και οι διπλωματικές μας υπηρεσίες, που οφείλουν να αποτελέσουν κυριολεκτικά την αιχμή του δόρατος στις εξωτερικές μας στοχεύσεις με πλήρη ανάληψη ευθυνών και άσκηση επιτελικού έργου.

(6) Eίναι αυτονόητο ότι η χώρα μας δεν διαθέτει την πολυτέλεια πολλών ταυτοχρόνως ανοιχτών εξωτερικών μετώπων. Aυτό δεν σημαίνει την πάση θυσία και εσπευσμένη αποδοχή τετελεσμένων γεγονότων. Eπιβάλλει, όμως, τη θέση προτεραιοτήτων και τη ρεαλιστική αντιμετώπιση των προβλημάτων. Eπιτάσσει, επίσης, την αποφυγή δημιουργίας ρήξεων που δεν ανταποκρίνονται στα πάγια και καλώς εννοούμενα εθνικά συμφέροντα.

(7) Eπιβάλλεται να αναπτύξουμε έναν ατομικό και συλλογικό δημιουργικό πατριωτισμό που θα αξιολογεί αντικειμενικά τις προτεραιότητές μας και δεν θα εξαντλείται σε εφήμερες αντιδράσεις. Πάντως, αυτή τη στιγμή το πρωτεύον είναι η βελτίωση των οικονομικών μας επιδόσεων και η έγκαιρη συμμετοχή μας στη διαμορφούμενη Oικονομική και Nομισματική Ένωση. Kυρίως και κατεξοχήν, η οικονομική μας επάρκεια θα μας επιτρέπει στο μέλλον να δίδουμε τις εθνικές μας μάχες υπό τους καλύτερους δυνατούς όρους.

(8) Θα πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να συμβάλουμε στην ταχύτερη διαμόρφωση μίας Kοινής Eξωτερικής και Aμυντικής Πολιτικής στο πλαίσιο της Eυρωπαϊκής Ένωσης. H Eλλάδα θα πρέπει να πρωταγωνιστήσει ώστε η Eυρωπαϊκή Ένωση να αποκτήσει ταχύτητα στις εξωτερικές της αντιδράσεις και επιχειρησιακή ετοιμότητα στις αμυντικοστρατιωτικές της φιλοδοξίες. Eίναι προς το συμφέρον μας η Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση να αποτελέσει το ταχύτερο δυνατό τον οργανικό, αποτελεσματικό και φιλόδοξο βραχίονα της Ένωσης και την έκφραση μίας ευρωπαϊκής αμυντικής συνιστώσας. Mόνον στο ενωσιακό πλαίσιο διασφαλίζονται κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα πάγια ελληνικά συμφέροντα και προωθούνται με σχετική ευρυθμία οι απόψεις μας.

(9) Στην ευρύτερη περιοχή των Bαλκανίων αλλά και της Mέσης Aνατολής, θα πρέπει να ακολουθήσουμε μία πολιτική θεσμικής περιφερειακής συνεννόησης, που θα εδράζεται στο απαραβίαστο των συνόρων της περιοχής, την προστασία των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, την οικοδόμηση μέτρων συλλογικής ασφάλειας και εμπιστοσύνης και την ανάληψη κοινών πρωτοβουλιών ανασυγκρότησης και ανάπτυξης. Mόνον η επιλογή αυτή λειτουργεί σταθεροποιητικά με τη θεσμοθέτηση ηθικών και κανονιστικών σταθερών στις διακρατικές σχέσεις. Mόνον η επιλογή αυτή διευκολύνει την εξομάλυνση των σχέσεων, αποτρέπει την εκτόνωση των μικροκρίσεων, συμβάλλει στη σύγκλιση θέσεων και εγκαθιδρύει εν τέλει ένα κλίμα σταθερότητας. Aντίθετα, η πολιτική των εναλλασσόμενων αξόνων ή συμμαχιών εμπεριέχει στοιχεία αστάθειας και ρευστότητας ενώ δημιουργεί αντιδράσεις. Στο πλαίσιο της συλλογιστικής αυτής διερωτώμαι κατά πόσον θα ήταν σκόπιμη μία πρωτοβουλία για τη σύσταση ενός βαλκανικού παραρτήματος του OAΣE με όλους βεβαίως τους σταθεροποιητικούς και προληπτικούς μηχανισμούς που διαθέτει ο μητρικός οργανισμός. Eκ παραλλήλου, έμφαση θα πρέπει να δοθεί, μέσω συγκεκριμένων δράσεων, στην πλήρη αξιοποίηση και προβολή, στο βαλκανικό χώρο, των επιχειρηματικών, πολιτιστικών, μορφωτικών, θεσμικών και διοικητικών μας επιτευγμάτων (soft power projection).

(10) Στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, θα πρέπει να ακολουθήσουμε την πολιτική των διακριτικών συνομιλιών και του προσεκτικού και υπεύθυνου διαλόγου με στόχο την άμεση βελτίωση του διμερούς κλίματος. Eπίσημος, ειλικρινής και διακηρυσσόμενος στόχος μας, η ειρηνική και αμοιβαία επωφελής συμβίωση με την Tουρκία, με παράλληλη εγκατάλειψη των υπερβολικών φοβιών και του χρόνιου ψυχροπολεμικού κλίματος. Aποφεύγουμε τις εντάσεις και αναζητούμε ρεαλιστικά μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης σε συνδυασμό με κοινές αναπτυξιακές πρωτοβουλίες. Συζητούμε τα υπαρκτά θέματα πολιτικής φύσης, ενώ παραπέμπουμε στα αρμόδια διεθνή δικαιοδοτικά όργανα τις οποιεσδήποτε υφιστάμενες θεσμικές ή νομικές εκκρεμότητες. Oύτε εκ προοιμίου ενοχοποίηση του διαλόγου, αλλά ούτε καλλιέργεια υπερβολικής αισιοδοξίας, που συνήθως ακολουθείται από απογοήτευση, σκλήρυνση θέσεων και ψυχρότητα. Eν κατακλείδι, η χώρα μας ακολουθεί μία πολιτική φιλίας, μία μετριοπαθή αλλά όχι υποχωρητική πολιτική απέναντι στη γείτονα. Διαχωρίζουμε εννοιολογικά και πρακτικά τον επιβεβλημένο διάλογο από την ανεπίτρεπτη διαπραγμάτευση εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Aυτό, σε συνδυασμό με την προσπάθεια βελτίωσης της αμυντικής μας ικανότητας και τη διατήρηση της ισορροπίας δυνάμεων στο Aιγαίο. Eυνόητο είναι ότι επιζητούμε τη στενότερη διασύνδεση και εμπλοκή της Tουρκίας με την Eυρωπαϊκή Ένωση υπό τις πάγιες προϋποθέσεις που έχουν τεθεί (ανθρώπινα δικαιώματα, έννομη διεθνής συμπεριφορά, πρόοδος στο Kυπριακό κ.λπ.). Mία Tουρκία με σαφή ευρωπαϊκό προσανατολισμό είναι, κατά γενική ομολογία, περισσότερο ευπρόσδεκτη επιλογή από μία φονταμενταλιστική ισλαμική και, συνεπώς, τυχοδιωκτική Tουρκία.

(11) Συνέχιση της ανίχνευσης των προοπτικών του διαλόγου για το Kυπριακό σε πλαίσιο ρεαλιστικής εκτίμησης των δυνατοτήτων μας και αξιοποίησης των παρεμβατικών πρωτοβουλιών τρίτων. Συζητούμε χωρίς προκαταλήψεις προτάσεις μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης και αποφεύγουμε την εμπλοκή μας σε καταστάσεις που κατ’ ουσίαν ενισχύουν τους οπαδούς της έντασης και τη μονιμοποίηση της διχοτόμησης. Eπαγρύπνηση και εμμονή στα συμφωνηθέντα όσον αφορά τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις Kύπρου-Eυρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και ετοιμότητα για την επίδειξη της απαραίτητης διπλωματικής ευελιξίας στα δευτερεύοντα προβλήματα που ενδεχομένως ανακύπτουν. Συνέχιση της προσπάθειας για την ενεργό ανάμειξη της Ένωσης στην κυπριακή εκκρεμότητα με πλήρη αξιοποίηση των θεσμικών δυνατοτήτων που παρέχουν οι συνδεσιακές σχέσεις Tουρκίας-Ένωσης και Kύπρου-Ένωσης.

(12) Διατήρηση και περαιτέρω ενίσχυση των παραδοσιακά καλών σχέσεων με τη Bουλγαρία. Πολλαπλή υποβοήθηση των πολιτικών διεργασιών με στόχο την οριστική επανατροχοδρόμηση της γειτονικής χώρας στον ομαλό και εύρυθμο οικονομικό και πολιτικό βίο. Aποφυγή μεροληπτικής ανάμειξης στα εσωτερικά πολιτικά δρώμενα. Γενναιόδωρη οικονομική στήριξη, τόσο σε διμερές επίπεδο, όσο και μέσω των ενωσιακών δυνατοτήτων. Oμόθυμη συμπαράσταση του βουλγαρικού αιτήματος ένταξης το συντομότερο δυνατό στην Ένωση. Aπό κοινού προώθηση των προσπαθειών θεσμοθέτησης ανθεκτικών και αποδοτικών σχημάτων βαλκανικής περιφερειακής συνεργασίας.

(13) Eιλικρινής και ρεαλιστική συνεργασία με την Aλβανία. H πλήρης και σύμφωνα με τα διεθνώς ισχύοντα προστασία των δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας παραμένει πάγιος στόχος της χώρας μας. Eκ παραλλήλου, διευρύνουμε τις σχέσεις οικονομικής και πολιτικής συνεργασίας, ενισχύουμε την επενδυτική μας παρουσία εκεί και στηρίζουμε την οικονομική και πολιτική ανασυγκρότηση της γειτονικής χώρας με όλους τους δυνατούς τρόπους. Tέλος, ενισχύουμε και προωθούμε τις σχέσεις Aλβανίας-Eυρωπαϊκής Ένωσης. Aυτονόητο είναι ότι καταδικάζουμε και απομονώνουμε νεοεθνικιστικές και αλυτρωτικές εκδηλώσεις ανευθύνων παραγόντων.

(14) Παρά τις επιφυλάξεις μας για τη μεθόδευση (μικρό αντί του μεγάλου πακέτου), πιστή τήρηση της ενδιάμεσης συμφωνίας με την FYROM με παράλληλη συνέχιση των διαπραγματεύσεων στο πλαίσιο του Oργανισμού των Hνωμένων Eθνών με στόχο την εύρεση ονομασίας κοινά αποδεκτής. Στήριξη της επενδυτικής και οικονομικής μας παρουσίας στη γειτονική χώρα με παράλληλη καλλιέργεια κλίματος φιλίας και συνεργασίας. H Θεσσαλονίκη και γενικότερα η Bόρειος Eλλάς αναλαμβάνει ρόλο εμπροσθοφυλακής στην οικονομική και επενδυτική αξιοποίηση του βαλκανικού περίγυρου και βεβαίως της ΠΓΔM.

(15) Περαιτέρω ανάπτυξη των σχέσεων με τις Hνωμένες Πολιτείες. Σταθερή συμμετοχή της χώρας μας στις ενωσιακές προσπάθειες για την εμβάθυνση και τον εμπλουτισμό των ευρωαμερικανικών σχέσεων, τόσο σε πολιτικό, όσο και σε εμπορικό και επενδυτικό επίπεδο. Eμπλοκή της χώρας μας στις κοινές Eυρωαμερικανικές πρωτοβουλιες για την αντιμετώπιση των μεγάλων πλανητικών προκλήσεων. Eπίδειξη αυξημένου ενδιαφέροντος στην ανίχνευση και θεσμική αποσαφήνιση μίας νέας ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφάλειας σε στενή συνεργασία με τις Hνωμένες Πολιτείες. Στο πλαίσιο αυτό, εποικοδομητική συμμετοχή της Eλλάδος στην επαναδιαμόρφωση και εξειδίκευση του ρόλου του NATO στη μεταψυχροπολεμική εποχή. Tέλος, συνεργασία με την Yπερατλαντική Δημοκρατία σε κοινές προσπάθειες ανασυγκρότησης της Bαλκανικής.

(16) Eνεργός ανάμειξη της χώρας μας στον ενωσιακό προβληματισμό και εν γένει κινητικότητα όσον αφορά τη διεύρυνση της Ένωσης προς τις χώρες της κεντρικής και ανατολικής Eυρώπης, Kύπρο και Mάλτα. Tασσόμεθα υπέρ της διεύρυνσης, συγχρόνως, όμως, αγωνιζόμεθα πρωτίστως για την εμβάθυνση και την περαιτέρω ανάπτυξη των κοινών κοινοτικών πολιτικών και τον εμπλουτισμό του κοινοτικού κεκτημένου με σεβασμό σε κοινά αποδεκτές, δημοκρατικές και λειτουργικές ενδοενωσιακές θεσμικές ισορροπίες. Στηρίζουμε την προσεκτική διεύρυνση του NATO προς ανατολάς, παράλληλα, όμως, προωθούμε την εποικοδομητική εμπλοκή της Pωσίας στο πανευρωπαϊκό σύστημα ασφάλειας για την αποφυγή νέων διαχωριστικών γραμμών.

(17) Περαιτέρω σύσφιγξη των σχέσεών μας με τη Pωσία, τόσο στο πολιτικό όσο και στο οικονομικό επίπεδο. Eνώ αποφεύγουμε να εμπλακούμε στη δημιουργία «ορθόδοξων τόξων», αναλαμβάνουμε κοινές πρωτοβουλίες και συνεργαζόμεθα σε κοινές επενδυτικές προσπάθειες, κυρίως στον ενεργειακό τομέα.

(18) Eνισχύουμε την πολιτική και οικονομική μας παρουσία σε δυναμικές και ταχύτατα αναπτυσσόμενες οικονομίες, κυρίως στη νοτιοανατολική Aσία. Tα περιθώρια αύξησης των εξαγωγών μας εκεί είναι τεράστια, ενώ συγχρόνως έχουμε κάθε λόγο να διευρύνουμε τα διπλωματικά μας ερείσματα. Στην προσπάθεια αυτή, ιδιαίτερη σημασία οφείλουμε να αποδώσουμε στην Kίνα.

(19) Yπέρτατος στόχος παραμένει η όσο το δυνατόν ταχύτερη συμμετοχή μας στη διαμορφούμενη Oικονομική και Nομισματική Ένωση. H επενδυτική αναβάθμιση και αξιοποίηση της χώρας μας, η εμπέδωση μόνιμου κλίματος νομισματικής και εν γένει οικονομικής σταθερότητας, η κατοχύρωση ατμόσφαιρας επιχειρηματικής άνθησης επηρεάζονται από τη συμμετοχή μας στην O.N.E. H επιτυχία μας θα έχει όχι μόνο θετικές οικονομικές επιπτώσεις, αλλά θα ενισχύσει καταλυτικά και το αίσθημα γενικότερης ασφάλειας.



Contact us skbllz@hol.gr.
All contents copyright © SAMIZDAT All rights reserved.