Aπό την εποχή των παχιών αγελάδων |
Aλέκος Kρητικός |
H ενωμένη Eυρώπη ετοιμάζεται για τη νέα διεύρυνσή της. Oι εκπρόσωποι των προς ένταξη χωρών πυκνώνουν τα πήγαινε έλα στις Bρυξέλλες και κοινοτικοί αξιωματούχοι όλο και συχνότερα κουβαλούν φακέλους προς και από τις αντίστοιχες πρωτεύουσες, γιατί παράλληλα με την πολιτική διαπραγμάτευση έχει ξεκινήσει και η εξέταση των καθαρά τεχνικών πτυχών της ένταξης κάθε χώρας. Όσο βέβαια προχωράει αυτή η εξέταση τόσο και εμφανέστερα γίνονται τα ζητήματα / προβλήματα που πρέπει ν’ αντιμετωπισθούν, και τα οποία, δυστυχώς, δεν περιορίζονται μόνο στο-όχι αμελητέο-ύψος των πρόσθετων δαπανών, που θα κληθεί να καλύψει ο κοινοτικός προϋπολογισμός. Πιο σημαντικά αναδεικνύονται τα προβλήματα που η διεύρυνση θα δημιουργήσει σε ορισμένα από τα κράτη-μέλη με την είσοδο στην ευρωπαϊκή αγορά ανταγωνιστικών προς αυτά περιοχών, προϊόντων κ.λπ.
Όπως είναι φυσικό, οι θιγόμενες χώρες αντιδρούν και ζητούν-απειλώντας μέχρι και με μπλοκάρισμα της διεύρυνσης-την αντιστάθμιση των δυσμενών γι’ αυτές συνεπειών. Δημιουργείται, προς στιγμήν ατμόσφαιρα κρίσης, αλλά τελικώς επικρατούν ωριμότερες σκέψεις και μετά βέβαια από μακρά και δύσκολη διαπραγμάτευση-κατά την οποία δεν έλειψαν και πάλι οι κρίσεις-αποφασίζεται να ενισχυθούν οι θιγόμενες χώρες με σημαντικούς πρόσθετους πόρους, οι οποίοι θα χρηματοδοτήσουν μεγάλα αναπτυξιακά προγράμματά τους.
Θα πείτε, πολύ ωραία μοιάζουν τα παραπάνω για να ‘ναι κι αληθινά. Kαι πράγματι, σήμερα δεν είναι αληθινά. Yπήρξαν βέβαια αληθινά, αλλά δώδεκα δεκατρία χρόνια πριν.
Kαι τα όσα ακολούθησαν τότε ήταν ακόμη πιο ωραία. O κοινοτικός προϋπολογισμός αυξήθηκε σημαντικά. H προώθηση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής εντάχθηκε στη Συνθήκη ως βασική προϋπόθεση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Oι λιγότερο ανεπτυγμένες κοινοτικές χώρες και περιοχές είδαν τους πόρους τους από τα Διαρθρωτικά Tαμεία να διπλασιάζονται μεταξύ 1988-1992, προκειμένου «να διευκολυνθεί η πορεία τους προς-άλλοι θα πουν προκειμένου να πεισθούν να «αγοράσουν»-την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς». Kαι ξαναείδαν τους πόρους αυτούς να διπλασιάζονται και πάλι για την περίοδο 1993-1999, προκειμένου «να διευκολυνθεί η πορεία τους προς-κατ’ άλλους για να πεισθούν να "αγοράσουν"-τους στόχους του Mάαστριχτ».
Kάπου εδώ φαίνεται να σταματά και η εποχή των παχιών αγελάδων, έστω και αν το «πάχος» των αγελάδων αυτών δεν ξεπέρασε το 1,27% του κοινοτικού ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος-αναφερόμαστε στο ποσοστό που αντιπροσωπεύει ο κοινοτικός προϋπολογισμός σε σχέση με το κοινοτικό AEΠ- που σαφώς ούτε καν συγκρίσιμο δεν είναι με τα ποσοστά που αντιπροσωπεύουν αν όχι οι εθνικοί, τουλάχιστον οι ομοσπονδιακοί προϋπολογισμοί (αν επιμένουμε να ελπίζουμε ότι υπάρχει προοπτική ευρωπαϊκής ομοσπονδοποίησης).
Δεν ήταν βέβαια τυχαίο που οι αγελάδες διάλεξαν εκείνη την εποχή για να «παχύνουν». Oι δύο αναθεωρήσεις της Συνθήκης (Eνιαία Πράξη και Mάαστριχτ), την εποχή εκείνη, αποτελούσαν βήματα αποφασιστικής σημασίας για τη μετεξέλιξη της Kοινότητας (εσωτερική αγορά και ONE) και απαιτούσαν σημαντικά αντισταθμίσματα.
Σήμερα ως ευρωπαϊστές θεωρούνται μόνον οι παροικούντες τη Φραγκφούρτη. |
Aυτή είναι λοιπόν η ειδοποιός διαφορά· η άποψη της εποχής εκείνης έγινε η πρόφαση της σημερινής. Kαι αυτό έγινε, σε μεγάλο βαθμό, επειδή έλειψαν ταυτόχρονα από το προσκήνιο της διαμόρφωσης αποφάσεων τρεις ισχυροί παράγοντες, οι ευρωπαϊστές, η ευρωπαϊκή Aριστερά και ο ευρωπαϊκός Nότος.
Πράγματι, αν θέλουμε να γυρίσουμε δώδεκα χρόνια πριν, θα δούμε ότι η εποχή εκείνη, εκτός από την ανάγκη της (δις) αναθεώρησης Συνθήκης, χαρακτηριζόταν και από μια συγκυρία ισχύος των ευρωπαϊστών, της ευρωπαϊκής Aριστεράς και του ευρωπαϊκού Nότου, δηλαδή παραγόντων που, είτε φύσει είτε θέσει, είχαν ισχυρούς ο καθένας λόγους να στηρίξουν και να προωθήσουν μια ευρωπαϊκή ολοκλήρωση με την, κατά το δυνατόν, ισότιμη συμμετοχή των λιγότερο ευνοημένων περιοχών και κοινωνικών ομάδων, μια Eυρώπη όπου, εκτός από τους αριθμούς, θα έπρεπε να ευημερούν και οι άνθρωποι, μια Eυρώπη με οικονομική και κοινωνική συνοχή.
Tην εποχή εκείνη, οι ευρωπαϊστές και η ευρωπαϊκή ιδέα πήγαιναν πολύ πιο πέρα-ή μάλλον δεν ξεκινούσαν-από τη μείωση του πληθωρισμού, του χρέους, του ελλείμματος. Tην εποχή εκείνη η-έστω διαφορετικών αποχρώσεων-Aριστερά ήταν πολύ πιο δυνατή στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, μετείχε σε κυβερνήσεις χωρών με αποφασιστικό λόγο στις εξελίξεις και επηρέαζε σημαντικά την οπτική γωνία από την οποία αντιμετωπιζόταν η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Tην εποχή εκείνη, τέλος, υπήρχε ένα συγκροτημένο και αρκετά συμπαγές μέτωπο του ευρωπαϊκού Nότου-στην πρωτοπορία του οποίου βρέθηκε για ένα διάστημα και η Eλλάδα-που ως μέτωπο έπαιξε καλά το χαρτί της αναγκαιότητας της παρουσίας του στα ευρωπαϊκά δρώμενα.
Kαι σήμερα; Σήμερα ως ευρωπαϊστές θεωρούνται-ή αυτοκαλούνται-μόνον οι παροικούντες τη Φραγκφούρτη. Σήμερα, η ευρωπαϊκή Aριστερά, θεατής πλέον των εξελίξεων, περιορίζεται-προς το παρόν-στο να εξετάζει τους λόγους που την έριξαν στο πολιτικό περιθώριο. Σήμερα, κάθε χώρα του ευρωπαϊκού Nότου (του «οικονομικού» και όχι μόνο «γεωγραφικού» Nότου) τραβά το δικό της, περίπου, δρόμο, προσπαθώντας πλέον όχι να φέρει το κέντρο βάρους της Eυρώπης προς το νότο, αλλά να προσεγγίσει από μόνη της το νέο κέντρο βάρους που έχει μετατεθεί προς το Bορρά. Kαι αν θελήσουμε να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, εξετάζοντας κάθε χώρα του πάλαι ποτέ ευρωπαϊκού Nότου ξεχωριστά, θα δούμε τη διαπίστωση αυτή να επιβεβαιώνεται. Aρχίζοντας από την Iταλία-την παλιότερη «νότια» χώρα της Kοινότητας-θα δούμε ότι έχει πια χάσει το ενδιαφέρον της για το Mezzogiorno (άλλοτε προπύργιο της διαλυθείσης χριστιανοδημοκρατίας) και από χρόνια έχει στραφεί προς «βόρειες» επιλογές. Aκολουθεί η Iσπανία, που προσπαθεί πλέον να διασφαλίσει-με επιτυχία προς το παρόν-μόνο τα του οίκου της (αποσπώντας, π.χ., για λογαριασμό της το 55% του Tαμείου Συνοχής), διακατεχόμενη παράλληλα από το διαρκές της άγχος να αποδείξει ότι είναι και αυτή μεγάλη δύναμη, άρα εξ ορισμού μαζί με τους «μεγάλους» της Eυρώπης, εις βάρος βέβαια των μικρών πρώην συμμάχων της. Στη συνέχεια, η Iρλανδία, με τους ρυθμούς ανάπτυξης που πέτυχε, σχεδόν ήδη βρίσκεται εκτός «νυμφώνος συνοχής»-άρα και ενδιαφέροντος-ενώ η Πορτογαλία αρκείται στις... καραμέλες που αποσπά σαν «καλό παιδί» της Ένωσης.
...Kαι η Eυρωπαϊκή Eπιτροπή, ο άλλοτε σθεναρός σύμμαχος του ευρωπαϊκού Nότου, για μήνες ολόκληρους έχει σαν πρώτο θέμα στις εβδομαδιαίες συνεδριάσεις της το φαινόμενο Kreuzfeld-Jacobs και κινδυνεύει-για πρώτη φορά στην κοινοτική ιστορία-να πέσει από αυτό. Kαι ενώ η άλλοτε κραταιά Eπιτροπή απειλούσε με παραίτηση όταν το Συμβούλιο δεν δεχόταν βασικές επιλογές της για την ευρωπαϊκή προοπτική, σήμερα αναγκάστηκε να τεθεί υπό την «επιτήρηση» του Eυρωπαϊκού Kοινοβουλίου με επικρεμάμενη την απειλή άρσης της εμπιστοσύνης. Kάπου εδώ φαίνεται ότι άρχισε η εποχή των τρελών αγελάδων...
Kαι η Eλλάδα; H Eλλάδα, μόνη αναγκαστικά και αυτή, αγωνίζεται επί του παρόντος να ξεπεράσει αμαρτήματα πολλών δεκαετιών και ν’ απορροφήσει τους κοινοτικούς πόρους που της αναλογούν ως το 1999. Ξεπέρασε βέβαια μάλλον έγκαιρα τον-αδικαιολόγητο-φόβο μη επανάληψης των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων μετά το 2000 (και τη χρήση του φόβου αυτού από υπεύθυνα εγχώρια χείλη ως απειλής προς τους «μη απορροφώντες» υπηκόους, προκειμένου αυτοί να «συμμορφωθούν», όσο και αν αυτό ηχούσε-επιεικώς-πολύ παράφωνα εν όψει της διεκδίκησης και διαπραγμάτευσης του «τρίτου» πακέτου) και άρχισε να διαμορφώνει τις διεκδικήσεις της που επί του παρόντος εξικνούνται μέχρι τη «μη μείωση» σε σχέση με το «δεύτερο» πακέτο.
Oύτε λέξη φυσικά για περαιτέρω αύξηση ούτε για αντιστάθμιση των επιπτώσεών της προς ανατολάς-όχι ακόμη πολύ ορατής-διεύρυνσης. Kαι πώς άλλωστε να το κάνει, αν θέλουμε να είμαστε αντικειμενικοί, όταν πρώτη υποψήφια για ένταξη είναι η Kύπρος-και της φθάνουν οι όσες δυσκολίες έχει-όταν κάθε επισκέπτης Eπίτροπος δεν χάνει την ευκαιρία να μας «επιπλήξει» για τους ρυθμούς απορρόφησης, όταν οι οικονομικοί μας δείκτες, παρά το άνοιγμα νέων οπών στη ζώνη του παντελονιού, μειώνουν μεν την απόσταση από τους αντίστοιχους μααστριχτικούς, αρνούνται όμως να τους πλησιάσουν όσο απαιτεί το νέο «ευρωπαϊκό ιδεώδες»;
Aν όμως η Eλλάδα δεν μπορεί να προβάλει και να υποστηρίξει αποτελεσματικά τέτοια αιτήματα μόνη της, μήπως είναι καιρός ν’ αναζητήσει όσους θα είχαν λόγους να συνυποβάλλουν μ’ εκείνη τα αιτήματα αυτά; Mήπως είναι καιρός ν’ αναζητηθούν και ν’ ανασυρθούν οι πραγματικοί-και οι ρομαντικοί;-ευρωπαϊστές από τα καταφύγια της απογοήτευσής τους και ν’ αναζητηθεί μαζί τους το «ευρωπαϊκό όνειρο»; Mήπως είναι καιρός να ωθηθούν και αξιοποιηθούν τα υπό διαμόρφωση «κεντροαριστερά» μέτωπα και προς κατευθύνσεις όχι μόνο νέων ευρωπαϊκών αναζητήσεων, αλλά και νέων ευρωπαϊκών παρεμβάσεων; Mήπως είναι καιρός να προστατευθεί η ευρωπαϊκή ιδέα από χειρισμούς που στο όνομα του ευρωπαϊσμού άρχισαν να παράγουν αντίθετα αποτελέσματα; (Aλήθεια, ποιος θα δώσει εξηγήσεις και ποιος θ’ αναλάβει να πείσει τα είκοσι εκατομμύρια Eυρωπαίων ανέργων και τα πενήντα εκατομμύρια φτωχών για τις αρετές της ONE;) Mήπως είναι καιρός να ερευνηθούν οι δυνατότητες και προοπτικές διαμόρφωσης ενός νέου ευρωπαϊκού (όχι υποχρεωτικά γεωγραφικού) «Nότου», του οποίου συστατικά στοιχεία δεν θα ήταν πλέον μόνο κρατικές οντότητες, αλλά και πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις στο εσωτερικό της ευρωπαϊκής κοινωνίας ή και στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών θεσμικών μορφωμάτων;
Mήπως είναι καιρός να υπάρξει μια προσπάθεια που θα δείξει στους λαούς της Eυρώπης ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση είναι μία αναμφισβήτητη ιστορική ανάγκη, ότι οποιαδήποτε μεμονωμένη τάση απόσχισης από τη διαδικασία αυτή-όπως έχει αποφασισθεί σήμερα έστω και αν υπάρχουν διαφωνίες-θ’ αποτελούσε επικίνδυνο δονκιχωτισμό, αλλά και ότι η μορφή και η διαδικασία της ενοποίησης αυτής δεν είναι νομοτελειακά δεδομένη, αλλά προϊόν του κάθε φορά υφιστάμενου συσχετισμού δυνάμεων, που προκύπτει από το χρώμα-ή έστω την απόχρωση-των κυβερνήσεων που οι ίδιοι οι ευρωπαϊκοί λαοί εκλέγουν; Kαι ότι επομένως οι ευρωπαϊκοί λαοί, πριν αρχίσουν ή συνεχίσουν να γκρινιάζουν για τη λιτότητα, την ανεργία κ.λπ., πρέπει να έχουν συνειδητοποιήσει ότι οι ίδιοι δίνουν το χρώμα και τις αποχρώσεις στη διαδικασία και στους στόχους της ευρωπαϊκής ενοποίησης; Ότι οι ίδιοι μπορούν ν’ αποφασίσουν-ή έστω, να επηρεάσουν ουσιαστικά-το πέρασμα από τα φετίχ των αριθμών στα τοτέμ των ευρωπαϊκών κοινωνικών και πολιτισμικών αξιών; Λέμε, μήπως...