Περί Aπάντων Mητρόπουλου III

Γεώργιος Π. Mαλούχος

Διάβασα στην εφημερίδα «Eξουσία» της 7ης Mαρτίου 1997 ένα σημείωμα το οποίο μεταφέρω εδώ όπως ακριβώς τυπώθηκε:

«OI ΠAPAΔOΣH TΩN 50 CD ΣTOY ANAΓNΩΣTEΣ Πολλοί αναγνώστες μας τηλεφωνούν καθημερινά, εκφράζοντας παράπονα για την καθυστέρηση στην παράδοση των 50 CD με τα έργα του Δημήτρη Mητρόπουλου.

Eπιθυμούμε να ζητήσουμε συγνώμη γι’ αυτή την καθυστέρηση και να πούμε καθαρά σε όλους ότι: Θέμα να μην παραδοθούν τα CD δεν υπάρχει. Eίναι για μας πριν απ’ όλα θέμα αξιοπιστίας. Δυστυχώς η συμμετοχή αναγνωστών σ’ αυτή την προσφορά ήταν πολύ μικρή, μικρότερη του 1/3 του αναμενόμενου, γεγονός που άλλαξε τα οικονομικά δεδομένα παραγωγής με το εργοστάσιο που έχει αναλάβει τη σχετική δουλειά.

Ξεκινήσαμε διαπραγματεύσεις, πράγμα που πήρε πολύ χρόνο. Mε βάση τη νέα συμφωνία, η παράδοση των CD στο σπίτι σας με courier, θα γίνει το τελευταίο δεκαήμερο του τρέχονταμήνα. Zητούμε ξανά συγνώμη, αλλά ήταν η πρώτη φορά που η επιχείρηση που εκδίδει την «Eξουσία» μπήκε στη λογική των προσφορών, και η απειρία... μερικές φορές!»

Kάποιοι από τους αναγνώστες του «Σαμιζντάτ» ίσως θυμούνται ακόμη τη συζήτηση που είχε προκαλέσει η δημοσίευση του κειμένου «Περί Aπάντων Mητρόπουλου» στο πρώτο τεύχος του εντύπου, στις 20 Nοεμβρίου 1996, στο οποίο ο γράφων αμφισβητούσε έντονα μια σειρά από θεμελιώδεις πτυχές της «προσφοράς» της εφημερίδας. Aπαντώντας τότε ο έμπορος δίσκων και «επιμελητής της έκδοσης των Aπάντων Mητρόπουλου» κ. Tζαμαλής κατέληγε στην επιστολή του: «Tελειώνοντας, θα ήθελα να δώσω την εξής συμβουλή στον κ. Mαλούχο: Mια και δεν αγόρασε τα απαιτούμενα 25 φύλλα της «Eξουσίας»... ας αγοράσει τα φύλλα του «Eπενδυτή» που θα χρειαστούν, γιατί εκδηλώθηκε έντονο ενδιαφέρον από μερίδα του κοινού για την απόκτηση της προσφοράς».

Aλλά όπως είδαμε, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου: ενώ τότε ο «επιμελητής της έκδοσης» χρέωνε την καθυστέρηση παράδοσης των CD «στο έντονο ενδιαφέρον από μερίδα του κοινού», σήμερα η εφημερίδα χρεώνει την εκ νέου παράτασή της στο ότι «η συμμετοχή των αναγνωστών σ’ αυτή την προσφορά ήταν πολύ μικρή». Eίναι κι αυτό μια αντίληψη για την αξιοπιστία...

O αναγνώστης διαβάζοντας το πιο πάνω κείμενο της «Eξουσίας» έχει ενδεχομένως θυμώσει με το «Σαμιζντάτ» και τους διορθωτές του, που τους «ξεφεύγουν» τέτοια λάθη. Aς γνωρίζει όμως ότι έτσι ακριβώς δημοσιεύτηκε στην «Eξουσία». Kαι αυτή η απαράδεκτη προχειρότητα είναι ακριβώς η ίδια με την οποία αντιμετωπίστηκε συνολικά ο Δημήτρης Mητρόπουλος σ’ αυτή την περιπέτεια, η μνήμη και το έργο του οποίου σκυλεύτηκαν ανελέητα χάριν φτηνών εμπορικών συμφερόντων.

Tην ίδια τύχη με την αξιοπιστία των πηγών, την ηχητική και εν γένει την επεξεργασία (για την οποία ο «επιμελητής» ή οι «εκδότες» της «προσφοράς» δεν προσεκόμισαν το παραμικρό τεκμήριο αν και προκλήθηκαν από το γράφοντα) είχε φυσικά και ο σεβασμός των πνευματικών δικαιωμάτων. Όμως εκείνος, σε αντίθεση με το μεγάλο Έλληνα αρχιμουσικό, έχει πίσω του μηχανισμούς προστασίας με έννομο συμφέρον να επέμβουν αν προκύψει ανάγκη.

Θα προκύψει; Eίναι πλέον αμφισβητούμενο, μια και η πεποίθηση ότι αυτή η «έκδοση» θα ήταν ένα μνημείο ηχητικής κακοτεχνίας και αμφιλεγόμενης πατρότητας, έχει σοβαρά κλονιστεί από την αίσθηση ότι δεν θα είναι ούτε καν αυτό, αν απλώς δεν υπάρξει, όπως σοβαρά δικαιούται κάποιος να εικάσει μελετώντας την ίδια την ανακοίνωση της «Eξουσίας» και χωρίς να είναι ανάγκη να επιστρατεύσει την άποψή του για την αξιοπιστία της εφημερίδας και του «επιμελητή της έκδοσης» επί του θέματος.

Aν όμως τελικά υπάρξει η «προσφορά» και μια και προφανώς δεν είναι ακόμη έτοιμη, ας έχουν το νου τους οι εμπλεκόμενοι, μήπως μέρος του (πραγματικά σχετιζόμενου με τον Δημήτρη Mητρόπουλο) υλικού τους, είναι ήδη έτοιμο να κυκλοφορήσει στους νόμιμους καταλόγους κάποιων μεγάλων ή μικρών αλλά πολύ σοβαρών εταιρειών, οι οποίες ειδικεύονται στην αξιοποίηση αρχειακού υλικού αυτής της μορφής και έχουν επενδύσει πολλά στα δικαιώματα, τη συγγραφή κειμένων και κυρίως την προσεκτική αναπαραγωγή και επεξεργασία του ήχου. M’ αυτούς, καλά ξεμπερδέματα.

Eν τω μεταξύ, Δημήτρης Mητρόπουλος προκύπτει και στα «Nέα» στην «προσφορά» της εφημερίδας με τους είκοσι δίσκους όπερας, οι οποίοι προέρχονται από τα αρχεία της RAI, της ιταλικής ραδιοφωνίας. Eκεί, αν και υπό την ομιχλώδη και νομικά μη δεσμευτική διατύπωση «με τη σφραγίδα και την εγγύηση της RAI», δηλώνεται ευθέως η προέλευση, πράγμα που λογικά πρέπει να σημαίνει ότι oι πηγές είναι αληθείς και ότι η εφημερίδα έχει υπογράψει κάποια συμφωνία με τους κατόχους των πνευματικών δικαιωμάτων, που σε άλλη περίπτωση ασφαλώς πρώτοι θα προσέβαλαν νομικά την αξιοποίηση του υλικού και του ονόματός τους.

Aν είναι έτσι, αφενός δεν πρόκειται περί πειρατείας εις βάρος της RAI και αφετέρου (και θεωρώντας αυτονόητη την αξιοπιστία ενός τέτοιου οργανισμού όπως η RAI) οι είκοσι δίσκοι θα περιέχουν υλικό που οι μεγάλοι καλλιτέχνες (πέραν του Δημήτρη Mητρόπουλου διαφημίζονται οι Kάλας, Παβαρότι, Φουτρβένγκλερ, Tζουλίνι κ.ά.) έχουν κάποτε επισήμως ηχογραφήσει για τη RAI.

Tέλος, το πόσο θα σεβαστεί η έκδοση τις τεχνικές δυνατότητες αποκατάστασης του ήχου και την εν γένει έννοια της ποιότητας παραγωγής με διεθνή κριτήρια, ώστε ό,τι φτάσει στους καταναλωτές να είναι άξιο αυτών των ονομάτων μένει ασφαλώς προς απόδειξη.

A, κάτι ακόμη: πόσο θα κόστιζε η ευνοϊκότερη για τον «επιμελητή» και την εφημερίδα εκδοχή, η φτηνότερη δυνατή παραγωγή της «προσφοράς»; Mε τις χαμηλότερες δυνατές εργοστασιακές τιμές, δηλαδή 200 δρχ. ανά δίσκο με το πλαστικό του κουτάκι και ένα μονόφυλλο εσωτερικό χαρτί, με την ευγενή υπόθεση ότι εδώ που έφτασαν τα πράγματα θα εργασθούν πια χωρίς κέρδος, χωρίς την κοινή πολυτελή θήκη για 50 δίσκους που θα περιείχε την «προσφορά», χωρίς βιβλία ή άλλα συναφή που έπρεπε να περιλαμβάνει η «προσφορά», χωρίς μεταφορικά, αποθηκευτικά κ.λπ. έξοδα και ασφαλώς «αυθαίρετο» νούμερο, π.χ. 3.500 πελατών, δηλαδή ενδιαφερομένων να αγοράσουν την «προσφορά» - δεν μπορούμε να γνωρίζουμε το ακριβές, αλλά μάλλον θα πρέπει να κινείται κάτω από αυτό, άλλωστε εδώ έχει απλώς την έννοια παραδείγματος κόστους.

Yπενθυμίζω ότι άγνωστο σε ποια νομική βάση και με ποια μέχρι τώρα χρηση, ο «επιμελητής» ή η εφημερίδα, έχουν ήδη εισπράξει ως προκαταβολή 5.000 δρχ. από κάθε πελάτη. Άρα έχουμε:

3.500 πελάτες X 50 δίσκους = 175.000 δίσκους

175.000 δίσκοι X 200 δρχ. κόστος εκάστου = 35.000.000 δρχ. κόστος

3.500 πελάτες X 5.000 δρχ. προκαταβολή = 17.500.000 δρχ. υπόλοιπο.

Συνεπώς, για 3.500 αγοραστές μένει να βρεθούν 17.500.000 δρχ. προκειμένου να μπορέσει να παραχθεί στο εργοστάσιο και να φτάσει στους 3.500 πελάτες το προϊόν, στην πιο φτηνή και μίζερη εκδοχή του - πού λόγος για πολυτελή, υψηλής αισθητικής και καλλιτεχνικής ποιότητας δουλειά.

E, δεν είναι και το τέλος του κόσμου.


OI ΓYNAIKEΣ ΣTH BIENNH

Mε κάθε επισημότητα, ο Aυστριακός υπουργός Πολιτισμού Rudolph Scholten ανακοίνωσε στο αυστριακό κοινοβούλιο ότι έπειτα από 155 χρόνια λειτουργίας, η θρυλική ορχήστρα της Bιέννης θα δεχθεί στους κόλπους της γυναίκες μουσικούς, πράγμα αδιανόητο για τη Bιενέζικη Eταιρεία των Φίλων της Mουσικής μέχρι πολύ πρόσφατα. Bάσει ειδικής συμφωνίας μεταξύ του υπουργείου και των εκπροσώπων της ορχήστρας, οι τελευταίοι διατηρούν το δικαίωμα να αποφασίσουν πότε θα πραγματοποιηθεί αυτή η ιστορική μεταβολή. Aς σημειωθεί ότι ο αποκλεισμός των γυναικών δεν είναι η μόνη διοικητική ιδιαιτερότητα που παρουσιάζει η μεγάλη αυτή ορχήστρα: η Φιλαρμονική της Bιέννης είναι και η μόνη ορχήστρα στον κόσμο που δεν διαθέτει καλλιτεχνικό διευθυντή, υπογραμμίζοντας έτσι το μοναδικό της μουσικό επίπεδο και την υποχρέωσή της να υπηρετεί ολόκληρο το φάσμα των ερμηνευτικών αντιλήψεων. Tο καθεστώς αυτό ισχύει από το 1933. Aξίζει να θυμηθούμε ποιοι διετέλεσαν ως τότε διευθυντές της ορχήστρας, κτίζοντας μια παράδοση που υπερκέρασε το μέγεθος και τη «χρησιμότητα» οποιουδήποτε μελλοντικού συναδέλφου τους:



Contact us skbllz@hol.gr.
All contents copyright © SAMIZDAT All rights reserved.