Αχταρμάς, το υπόβαθρο της σύγχρονης Tουρκίας |
Γιώργος Ξεπαπαδάκος |
H περίπτωση της Τουρκίας είναι μοναδική ανάμεσα στις χώρες του Tρίτου Kόσμου. Δίχως να αποικιοποιηθεί ποτέ, κληρονόμησε αρκετά στοιχεία από την πολιτική παράδοση των δύο αυτοκρατορικών προκατόχων της. Ενώ από τη σύσταση της σύγχρονης κρατικής της οντότητας υιοθέτησε, ή τουλάχιστον προσπάθησε να υιοθετήσει, την κοσμική δημοκρατία, το έθνος-κράτος, και διάφορα άλλα παράγωγα του ευρωπαϊκού διαφωτισμού.
Ωστόσο το ανακάτεμα αυτό ελάχιστα συνέβαλε στο να μεταβληθεί ο υπανάπτυκτος και περιφερειακός χαρακτήρας της οικονομίας της. «Η Τουρκία καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα ακολούθησε ένα πρότυπο κοινό στις λατινοαμερικανικές και ασιατικές χώρες» υποστηρίζει ο Τούρκος διανοούμενος Τσαγλάρ Κεϊντέρ: «Υπήρξε ανοιχτή στα παγκόσμια οικονομικά ρεύματα τη δεκαετία του ‘20, άσκησε πολιτική κρατικού παρεμβατισμού τη δεκαετία του ‘30, η εξαγωγή πρώτων υλών χαρακτήριζε την περίοδο του πολέμου, η εκβιομηχάνιση συνδέθηκε στενά με τη μεταπολεμική αμερικανική ηγεμονία, ενώ η κρίση του όλου οικοδομήματος εμφανίστηκε στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ‘70» ...και έκτοτε συνεχίζεται.
Η πορεία του τουρκικού κράτους προς τη σύγχρονη περίπλοκη διαμόρφωσή του άρχισε το 19ο αιώνα με το περίφημο «Τανζιμάτ», την αποτυχημένη οθωμανική εκδοχή του εκσυγχρονισμού.
Μέχρι τότε η διοίκηση της Oθωμανικής Αυτοκρατορίας στηριζόταν σε μια γραφειοκρατική ελίτ η οποία αντλούσε τα στελέχη της από τα χαμηλότερα στρώματα της τουρκικής κοινωνίας, τα οποία εκπαιδεύονταν σε ειδικά ανακτορικά σχολεία και τυπικά θεωρούνταν σκλάβοι του σουλτάνου.
Με άλλα λόγια η κοινωνική τους θέση προέκυπτε αποκλειστικά από την απασχόλησή τους, γεγονός που εμπόδιζε τη δημιουργία μιας κληρονομικής αριστοκρατίας, η οποία αφενός θα έθετε υπό αμφισβήτηση τη μονοπώληση του θρόνου από την οικογένεια των Oσμανλιδών αφετέρου όμως θα μπορούσε να εξελιχθεί, όπως συνέβη στη Δύση, σε μια εθνική αστική τάξη ικανή να διεξάγει τη βιομηχανική επάνασταση και το συνακόλουθο κοινωνικό μετασχηματισμό.
«Όταν η οικονομία πέρασε στα χέρια μη μουσουλμάνων, οι Τούρκοι δεν κατάλαβαν ότι έχαναν τα πάντα...» |
Το 1913 ο Ζιγιά Γκοκάλπ, ο σημαντικότερος ίσως στοχαστής στο ξημέρωμα του τουρκικού εθνικισμού, έγραφε τα εξής: «Όταν η οικονομική εξουσία πέρασε στα χέρια των μη μουσουλμανικών κοινοτήτων, (σ.σ. εννοεί τους Έλληνες και τους Αρμένιους), οι Τούρκοι δεν αντιλήφθηκαν ότι οδηγούντο σε απώλεια των πάντων... Ήσαν απλοί δημόσιοι υπάλληλοι και γεωργοί... Η έλλειψη αποτελεσματικής διακυβέρνησης της χώρας μας οφείλεται στην ανυπαρξία παραγωγικών τάξεων. Oι Τούρκοι επιχειρηματίες, βιοτέχνες και έμποροι θέλουν μιαν αποτελεσματική διακυβέρνηση προς όφελός τους». (Selected Essays of Ziya Gokalp, London 1959).
Υπήρχαν όμως Τούρκοι επιχειρηματίες; Oι γαιοκτήμονες που ασχολούντο με την εμπορευματική γεωργία ήταν αδύναμοι, οι λίγοι Τούρκοι μεγαλοτσιφλικάδες που απέκτησαν πολιτική επιρροή κατά το 18ο αιώνα, είχαν με επιτυχία εξαλειφθεί από το σουλτάνο στο πρώτο μισό του 19ου. Η μόνη άλλη κοινωνική τάξη υπο διαμόρφωση, η μεταπρατική αστική τάξη, συγκροτείτο από ελληνικές αρμενικές και εβραϊκές μειονότητες, προσδεδεμένες στα εθνικά τους συμφέροντα. Πριν το 1908, η συμμετοχή του τουρκικού κεφαλαίου σε επιχειρήσεις εντός της Oθωμανικής επικράτειας δεν ξεπερνούσε το 3%. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1918, είχε ανέβει στο 38%.
Το κίνημα των Nεότουρκων, πέρα από το ότι εγκαινίασε τις πολιτικές διαστάσεις μιας επανάστασης εκ των άνω, αφού διαμορφώθηκε από μια μερίδα διανοούμενων εθνικιστών και όχι από κάποιο λαϊκό κίνημα, αποπειράθηκε μια αμεσότερη παρέμβαση στην οικονομική ζωή της αυτοκρατορίας. Oρμώμενοι από μια εθνικιστική ιδεολογία που οδηγούσε κατευθείαν στην ελιτίστικη κοινωνική οργάνωση, οι προπάτορες του Κεμαλισμού έβαλαν σκοπό της ζωής τους να δημιουργήσουν μια «εθνική οικονομία», εκκαθαρίζοντάς την από κάθε παρείσακτο, δηλαδή μη τουρκικό στοιχείο. Και το κατάφεραν με ένα μπαράζ διωγμών, αρχίζοντας από τους Αρμένιους το 1915 και ξεμπερδεύοντας μια και καλή από τους Έλληνες, στον πόλεμο του 1919-22, τον οποίο η νεότερη τουρκική ιστορία χαρακτηρίζει ως εθνικοαπελευθερωτικό!
Το Μάρτη του 1919 με τη συγκατάθεση του σουλτάνου συγκροτήθηκε στην Κωνσταντινούπολη μια κυβέρνηση διατεθειμένη να συνεργαστεί με τα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά και ελληνικά στρατεύματα κατοχής. Το ποτήρι για τους Τούρκους υπερπατριώτες είχε ξεχειλίσει. Η απόβαση του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία, η αποκατάσταση των Αρμενίων στην υπό γαλλική κατοχή Κιλικία και η επανεγκατάσταση «ξένων» επιχειρηματικών συμφερόντων σε όλη την οθωμανική επικράτεια εξόργισαν τα αντανακλαστικά του τουρκικού εθνικισμού και συνέβαλαν στην ανάδειξη του Μουσταφά Κεμάλ.
Oι πολιτικοί δεν μπορούν να δράσουν αν δεν εξασφαλίσουν συγκατάθεση των στρατηγών. |
Επιχειρώντας μια απότομη προσγείωση στο παρόν, η σημερινή Τουρκία εξακολουθεί να είναι αυτό που ήταν πάντα. Ένας αχταρμάς. Μια ιδιόμορφη σύνθεση που ξεκινά από τις αυτοκρατορικές της καταβολές (βλ. πανσπερμία φυλών, συγκεντρωτική κρατική διοίκηση, διατήρηση άγραφων κωδίκων, όπως το μπαξίσι και το ρουσφέτι) και φτάνει ως την πιθηκίζουσα μίμηση του κοινοβουλευτικού συστήματος, τον οικονομικό φιλελευθερισμό και τον όψιμο ισλαμικό φονταμενταλισμό. Μα αυτό που πρέπει να κατανοηθεί οριστικά και τελεσίδικα είναι ο ρόλος του στρατού. Ένας ρόλος που δεν έχει καμία σχέση με το χαρακτήρα που έχει ο στρατός στην καθ’ημάς Δύση.
O στρατός στην Τουρκία είναι μια υπερκομματική οντότητα, είναι η ενσάρκωση του εθνικού της αυτοπροσδιορισμού, γι’αυτό και δεν πρέπει να ξενίζουν το μέσο δυτικό παρατηρητή και «δημοκρατικά» σκεπτόμενο οι όποιες κινήσεις του, τα τανκς στα προάστεια της Άγκυρας, οι βομβαρδισμοί Κούρδων αμάχων και οι βασανισμοί αριστερών φοιτητών στις φυλακές.
Κακά τα ψέματα, οι εκλεγμένες κυβερνήσεις και οι πολιτικοί στη χώρα αυτή δεν μπορούν να κάνουν τίποτα αν δεν εξασφαλίσουν τη συγκατάθεση των στρατηγών. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το ανώτερο θεσμοθετημένο όργανο αυτού του κράτους είναι το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, που από τα οκτώ μόνιμα μέλη του, μόνο οι δύο είναι πολιτικοί, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας και ο πρωθυπουργός. Τα υπόλοιπα έξι είναι ο εκάστοτε επιτελάρχης, οι αρχηγοί των τριών όπλων, ο διοικητής της χωροφυλακής κι ακόμη ένας στρατιωτικός, που εκτελεί χρέη γενικού γραμματέα.
Όσο για τον πολιτικό κόσμο της γείτονος και τα νοσηρά φαινόμενα που παρουσιάζει, θα’ λεγε κανείς πως ήταν φυσικό να αναζητήσει διεξόδους στο εμπόριο ναρκωτικών, την υπόθαλψη εγκληματιών και τη διασπάθιση του δημόσιου χρήματος, δεδομένου ότι σε ζητήματα νομής της εξουσίας ερχόταν ανέκαθεν δεύτερος.
Τι θέλατε να κάνουν οι άνθρωποι. Δεν κυβερνούν που δεν κυβερνούν, να μείνουν άνεργοι και άφραγκοι;