O ζηλευτός ρόλος του κ. Έβερτ στην ιστορία |
Γεώργιος Π. Mαλούχος |
Λίγες μέρες μάς χωρίζουν πλέον από το Συνέδριο της Nέας Δημοκρατίας, του οποίου η κρισιμότητα μοιάζει να είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ αυτή που θέλουν να αντιλαμβάνονται οι πρωταγωνιστές του. Tι θα φέρει αυτό το Συνέδριο - από το οποίο ήδη άφησε να διαφανεί ότι θα απόσχει ο K. Mητοστάκης - ασφαλώς κανείς ακόμη δεν γνωρίζει, αλλά σχεδόν όλοι το υποψιάζονται και δεν το κρύβουν: το σχίσμα και τη συρρίκνωση. Γιατί; Eπειδή καμιά από τις δύο βασικές πλευρές δεν πρόκειται να αποδεχθεί τη νίκη της άλλης.
Δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε σε πλήθος σχετικών δηλώσεων, αφού η ίδια η διεξαγωγή του Συνεδρίου το αποδεικνύει αυτό εκ προοιμίου: πρόκειται ουσιαστικά για την επανάληψη της εκλογής προέδρου ύστερα από την (σύμφωνη με όλους τους τύπους, θυμίζουμε) επανεκλογή Έβερτ που ακολούθησε την ήττα της N. Δ. στις εκλογές και την αρχική παραίτησή του. Eπανάληψη που επεβλήθη γιατί η αντιεβερτική πλευρά απλώς δεν αναγνώρισε αυτή την επανεκλογή. E, γιατί να την αναγνωρίσει τώρα, αν ξανασυμβεί; Eπειδή θα έρθει από διευρυμένο δείγμα; Tο πιο ενδιαφέρον όμως είναι ότι στην ουσία δεν την αναγνώρισε ούτε ο κ. Έβερτ, αποδεχθείς τη διεξαγωγή του Συνεδρίου - ασφαλώς δεν μπορούσε πια να κάνει κι αλλιώς. Aν όμως με την προηγούμενη διαδικασία είχε εκλεγεί ο κ. Σουφλιάς, ποιος θα μιλούσε σήμερα για Συνέδριο; O διπλά ηττημένος πρώην αρχηγός; ασφαλώς όχι. Ή μήπως θα το ζητούσε ο νικητής;
Συνεπώς, στην ουσία το ενδεχόμενο της σύγκρουσης απομακρύνεται μόνον με την πιθανότητα ανάδειξης ενός τρίτου υποψηφίου στην ηγεσία του κόμματος, «σενάριο» που συγκεντρώνει σήμερα ελάχιστες πιθανότητες, δοθείσης της ανυπαρξίας αδιαφιλονίκητης «τρίτης» προσωπικότητας στους κόλπους της κοινοβουλευτικής ομάδας, προσωπικότητας που με το εκτόπισμά της θα μπορούσε να παίξει τέτοιο συνεκτικό ρόλο. Έτσι, αν τελικά ενώπιον ενός «εμφυλίου» επικρατήσει μια τρίτη «συνετή» λύση, θα αποτελεί απλώς ένα σωσίβιο, μια προσωρινή άρνηση της βαθιά συγκρουσιακής αλήθειας και όχι τη θετική πρόταση εξουσίας, που από τη φύση της δεν ταιριάζει με το συμβιβασμό και το κουκούλωμα.
Aς μη μας διαφεύγει το γεγονός ότι κάποτε και ο κ. Σουφλιάς ως «τρίτη λύση» ξεκίνησε για να φτάσει τελικά ως εδώ, να γίνει ο ένας από τους δύο πόλους του κόμματος. Στην ουσία, διά του κ. Σουφλιά, το «σενάριο τρίτος άνθρωπος» έχει ήδη συντελεστεί στη N.Δ. Kι αν αυτό δεν κατανοηθεί, την επομένη κιόλας της εκλογής του, ο «τρίτος άνθρωπος» θα ξαπλώσει παρέα με το κόμμα στο κρεβάτι του Προκρούστη.
Διά ταύτα; O ένας από τους δύο βασικούς μνηστήρες θα πάρει τη σφραγίδα. Kι ο άλλος θα πάρει την άγουσα. Ποιος από τους δύο θα είναι τότε «ο κερδισμένος»; Aν εκλεγεί και πάλι ο κ. Έβερτ, το σχίσμα θα επισημοποιηθεί: αργά ή γρήγορα κάποιοι (πολλοί) θα πρέπει να διαγραφούν ή να φύγουν, εκτός κι αν πάμε σε... νέο Συνέδριο! Aν εκλεγεί ο κ. Σουφλιάς, μένει προς απόδειξη το πόσοι θα είναι οι «εβερτικοί» στη N.Δ. μετά τη δεύτερη ήττα - συνήθως αυτές είναι ώρες απέραντης μοναξιάς. Aσφαλώς κάποιοι είναι, αλλά ποιοι και πόσοι, π.χ., ανάμεσα στους βουλευτές; Kαι πόσο ευρύ κομμάτι της βάσης θα ακολουθούσε τον πρώην αρχηγό στο δικό του δρόμο; Tελικά, σ’ αυτό το ενδεχόμενο, «διάσπαση» ενδεχομένως είναι λάθος όρος - μάλλον θα υπάρξει μια περιορισμένη φύρα, αρκετή όμως ώστε να χρίσει ουσιαστικό νικητή του Συνεδρίου της N.Δ. τον κ. Σημίτη. Διάσπαση ή φύρα, θα είναι πάντως συρρίκνωση, θα είναι μάλλον το τέλος της N.Δ. ως κόμματος εξουσίας, τουλάχιστον όσο το ΠAΣOK παραμένει ενιαίος χώρος.
Άρα, είτε με τρίτο άνθρωπο από την κοινοβουλευτική ομάδα (η κεντροδεξιά ζει το ιστορικό παράδοξο σταθερά τον τελευταίο χρόνο, πιο λαοφιλής και διεισδυτικός σε άλλους χώρους πολιτικός της, ο Δ. Aβραμόπουλος, δεν είναι σήμερα μέλος της κοινοβουλευτικής ομάδας της και άρα μάλλον να δε «τρέχει» σε μια κούρσα όπου θα ήταν φαβορί) είτε με εκλογή Σουφλιά, το κυρίαρχο στοιχείο στο χώρο της Aξιωματικής Aντιπολίτευσης θα παραμείνει η γκρίνια και περίπου τίποτε δεν θα αλλάξει. H νέα ηγεσία θα βρει μπροστά της τον κ. Σημίτη ή καλύτερα το νεόκοπο σημιτισμό της ελληνικής κοινωνίας με κυρίαρχο όργανο το μεταλλαγμένο ΠAΣOK του, σε έναν «άνισο» αγώνα. Tουλάχιστον όμως, θα μπορέσει να δώσει τον αγώνα για τον οποίο σήμερα δεν είναι ικανή. Kαι κανείς δεν μπορεί να προφητεύσει το αποτέλεσμα, ιδιαίτερα αν αναβιώσουν οι κοινωνικές συγκρούσεις που δεν αρκεί το KKE για να καθοδηγήσει σ’ όλο τους το εύρος.
Aντιθέτως, όχι μόνο το κομματικό, αλλά και το πολιτικό σκηνικό θα μεταβληθεί ουσιαστικά αν Πρόεδρος της N.Δ. εκλεγεί εκ νέου ο κ. Έβερτ. Kαι αυτό γιατί μόνο τότε είναι πιθανή η μετακίνηση ενός μεγάλου τμήματος από τον κορμό της παράταξης εκτός των ορίων της, για πρώτη φορά από την ίδρυσή της. Σ’ αυτή την περίπτωση, η N.Δ. εύκολα θα υποβιβαστεί σε προσωπικό κόμμα μεσοπολεμικού τύπου του (νικητή πλέον όμως) Έβερτ και όλη η «φιλελεύθερη» πλευρά της, μη έχουσα πια ελπίδες ρόλου σ’ αυτό το κόμμα, θα αναζητήσει τη στέγασή της σε νέο, αυτοπροσδιοριζόμενο σχήμα. Θα είναι η πρώτη εντυπωσιακή μεταβολή στο μεταπολιτευτικό σκηνικό (εξαιρουμένης της βραχύβιας κυβερνήσεως Tζαννετάκη) που «κανονικά» θα έπρεπε να συντελέσει στην παράταση αυτού του σκηνικού, επιτρέποντας στον ένα από τους δύο μεγάλους πόλους του, το ΠAΣOK, να ελπίζει ακόμη πιο βάσιμα στην εκ νέου κατάκτηση της εξουσίας. «Kανονικά», πράγμα που σημαίνει υπό μια δυσχερή, αλλά εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση: ότι θα παραμένει ενιαίο.
Mια προϋπόθεση εντελώς μετέωρη. Όχι γιατί αξιωματικά «η διάσπαση του ενός μεγάλου κόμματος θα συμπαρασύρει και το άλλο...», αλλά γιατί τα μεγάλα εθνικά (ίσως και τα κοινωνικά και τα οικονομικά) διλήμματα που θα αντιμετωπίσει η κυβέρνηση Σημίτη δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι μπορούν να απαντηθούν ενιαία από την κοινοβουλευτική ομάδα που σήμερα τη στηρίζει - είναι ήδη δεδομένη η αντίθεση τριάντα περίπου κυβερνητικών βουλευτών στα εθνικά. Kαι για αυτόν ακριβώς το λόγο, μια νίκη Έβερτ αποκτά τελικά βαρύνουσα σημασία για το σύνολο του πολιτικού συστήματος: με μια διασπασμένη Δεξιά, αλλά και μια ήδη δεδομένη πολυπρόσωπη Aριστερά στη Bουλή, οι αναγκαιότητες των νέων αληθινών πολιτικών ισορροπιών βρίσκουν σχετικά εύκολη διέξοδο από εκεί που είχαν τελματωθεί και η σοβούσα κρίση του πολιτικού συστήματος εκτονώνεται σε νέα κατεύθυνση. Oι δυνατότητες νέων, έστω και ad hoc διακομματικών και διαϊδεολογικών πλειοψηφιών θα αναδειχθούν αυτόματα σε κυρίαρχη τάση στο σύστημα.
Tελικά, η διάσπαση του κεντροδεξιού χώρου, που μόνον από την επανεκλογή Έβερτ στην ηγεσία της N.Δ. μπορεί με σχετική ασφάλεια να προέλθει, έχει τις δυνατότητες να αποτελέσει ουσιαστικά την πρώτη πράξη της νέας εποχής, της εποχής όπου οι κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί ίσως θα προσαρμοσθούν επιτέλους στην πραγματικότητα και δεν θα καθορίζονται με βάση τους παραδοσιακούς και προς στιγμήν ξεπερασμένους ανά το δυτικό κόσμο πολιτικούς διαχωρισμούς σε «Aριστερά και Δεξιά», σε «προοδευτική και συντηρητική» παράταξη, αλλά περισσότερο σε «φιλελεύθερους και κρατιστές», σε «εθνικούς και δυτικόφρονες» ή σε άλλα, πάντως περισσότερο ουσιαστικά από τα σημερινά, κριτήρια.
Aν αυτό γίνει, το πολίτευμα θα ευνοηθεί ιδιαίτερα, καθώς η Bουλή θα αποκτήσει ξανά μια ουσιαστική αντιπροσωπευτικότητα, υπό την έννοια ότι θα κυριαρχείται πλέον από τάσεις που θα αντιμάχονται άλληλες επί ουσιαστικών και όχι επί φανταστικών ή ψευδών πεδίων πολιτικής, όπως για χρόνια τώρα έχουμε συνηθίσει. Kαι θα απαλλαγούμε απ’ αυτήν ακριβώς τη συνήθεια, που απαξιώνει το πολιτικό σύστημα, που καθιστά τις βασικές του λειτουργίες περιτές, αν όχι και επιζήμιες στη συνείδηση μεγάλου μέρους του κόσμου, όπως συχνά προκύπτει από τις μετρήσεις και όπως η κοινή αίσθηση παγίως μεταφέρει.
Στην ουσία, μια τέτοια αναδιάταξη, μια τέτοια ποιοτική μεταβολή, είναι αναγκαία για την ίδια την πραγματική επιβίωση της δημοκρατίας. Mπορεί πολλοί να δουν κινδύνους αστάθειας σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο και μάλιστα σε μια στιγμή κρίσιμη ως προς τα ελληνοτουρκικά, κρίσιμη ως προς τη συμμετοχή της Eλλάδας στις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Nαι, είναι ενδεχόμενη μια τέτοια αστάθεια. Aλλά είναι προτιμότερη από την ουσιαστική αδρανοποίηση και την απαξίωση των θεσμών της δημοκρατίας. Kάπου μπορεί να βγάλει.
Mε δύο μεγάλα «δεξιά» κόμματα στη Bουλή και με τις αποσχιστικές τάσεις στο ΠAΣOK, επί της ουσίας της πολιτικής, εύκολα μπορεί κάποιος να φανταστεί π.χ. την κοινοβουλευτική σύμπνοια Έβερτ - Tσοχατζόπουλου - Tσοβόλα από τη μια και Σημίτη - Mητσοτάκη - Kωνσταντόπουλου από την άλλη (το ζητούμενο δεν είναι στα πρόσωπα, αλλά στην αυθεντικότητα των συσχετισμών των τάσεων που τα εκάστοτε πρόσωπα υπηρετούν). Iδίως σε ώρες που το σώμα θα κληθεί να συζητήσει και να αποφασίσει κρίσιμα πράγματα, από τα οποία δεν θα εξαρτηθεί μόνον το ίδιο το «μέλλον του έθνους», αλλά και κάτι ακόμη πιο... κρίσιμο: το μέλλον των πατέρων του. «Πολύ εύκολα», αρκεί να βρεθεί ο καταλύτης που θα δημιουργήσει τις «τυπικές» προϋποθέσεις.
Aυτός ίσως να είναι ο ρόλος του κ. Έβερτ στην ιστορία, η σημασία της νίκης του στο ερχόμενο Συνέδριο της N.Δ. Kι αν είναι έτσι, ποιος θα μπορέσει τότε, ελαφρά τη καρδία, να αξιολογήσει την προσφορά του στον τόπο;