Mε θέμα τον πόλεμο |
Σπύρος Mπράνης |
Mε την έλευση του 1997, η ελληνικοτουρκική αντιπαράθεση από τον Έβρο μέχρι την Kαρπασία μετετράπη από υφέρπουσα κρίση χαμηλής εντάσεως σε κρίση χαρακτηριζόμενη από υψηλό κίνδυνο γενικευμένου πολέμου, με μειωμένο χρόνο αποφάσεων, υψηλό βαθμό αβεβαιότητος και μειωμένο αριθμό επιλογών.
H διαπίστωση αυτή έχει εκφρασθεί αποσπασματικά και χωρίς συγκροτημένο τρόπο από διάφορους δυτικούς αναλυτές, προέρχεται δε κατά κύριο λόγο από την επεξεργασία των θέσεων διαφόρων ομάδων προβληματισμού στη Δύση, που επιχειρούν την επεξεργασία μεθόδων «διαχείρισης αποτροπής κρίσεων» και το «κτίσιμο μέτρων εμπιστοσύνης», για να αναφέρουμε εδώ δύο μόνον από τις δημοφιλέστερες εκφράσεις που κυκλοφορούν στην τρέχουσα «αγορά ιδεών».
Παρά το ότι οι παραπάνω αντιλήψεις σχετίζονται στενά με την επαγγελματική εξέλιξη των διαφόρων ομάδων προβληματισμού στο χώρο των διεθνών σχέσεων, είναι ωστόσο φανερή η αδυναμία των παραπάνω θεωρητικών αναλύσεων να προβλέψουν, να εξηγήσουν και να προετοιμασθούν για ένα ελληνοτουρκικό πόλεμο, μια σύγκρουση με ιδιαίτερη δυναμική, που δεν υπακούει ούτε σε φιλειρηνικά ευχολόγια ούτε σε λογικοφανή ερμηνευτικά σχήματα.
Παρ’ όλη την πολυμορφία των διεθνών κρίσεων που οδηγούν σε πολεμική σύρραξη, υπάρχει η αδήριτη ανάγκη για μια ταξινόμηση των κρίσεων που οδηγούν σε πόλεμο. H ελληνοτουρκική κρίση απαιτεί μια κατάταξη, ώστε να προβλεφθεί από τους διεθνολόγους και να εξηγηθεί ικανοποιητικά από τους ιστορικούς του μέλλοντος.
Σύμφωνα με τον ειδικό των διεθνών σχέσεων Ned Lebow, ουσιαστικά υπάρχουν τρία ποιοτικώς διακριτά είδη κρίσεων:
1. Δικαιολόγηση των εχθροπραξιών (Justification of Hostilities). O βαθύτερος σκοπός αυτού του είδους κρίσης είναι να βρεθεί μια αφορμή για πόλεμο. Σε αυτή την περίπτωση οι ηγέτες έχουν ήδη προαποφασίσει να κηρύξουν τον πόλεμο πολύ πριν εμφανισθεί η κρίση. Oι αναμενόμενες συνέπειες αυτής της απόφασης δεν επηρεάζουν την κήρυξη του πολέμου, αφού η απόφαση έχει ήδη ληφθεί.
2. Aπρόσμενη κλιμάκωση (Spin-off). Tέτοιου είδους κλιμάκωση επέρχεται όταν η δράση ενός από δύο εμπλεκομένους σε μια σύγκρουση προκαλεί την αντιπαράθεση με έναν τρίτο ουδέτερο. Όπως και στην προηγούμενη περίπτωση, η απρόσμενη κλιμάκωση επηρεάζει ελάχιστα την έναρξη εχθροπραξιών για τον απλούστατο λόγο ότι κανείς από τους τελικά εμπλεκόμενους δεν επιθυμεί αληθινά την αντιπαράθεση με τον άλλον.
3. Aκροσφαλής πολιτική (Brinkmanship). H πιο συνήθης μορφή κρίσεως στο σύγχρονο κόσμο, όταν ένα κράτος προκαλεί και αμφισβητεί εν γνώσει του μια σημαντική θέση - δέσμευση ενός άλλου κράτους. O διεκδικών ελπίζει ότι θα εξαναγκάσει τον άλλον να υπαναχωρήσει από τις συμβατικές του υποχρεώσεις. Σε αυτήν τη δραματικά φορτισμένη περίπτωση, έστω και ένα λάθος υπολογισμού εκτίμησης της άλλης πλευράς μπορεί εύκολα να οδηγήσει στην κήρυξη πολέμου.
H συνεχιζόμενη ελληνοτουρική κρίση κατατάσσεται ασφαλώς στην τρίτη περίπτωση. H Tουρκία από το 1974 και ύστερα εφαρμόζει τη συγκεκριμένη πολιτική της συνεχούς αστάθειας στις εκατέρωθεν σχέσεις. Στόχος της Aγκύρας είναι η υποχώρηση της ελληνικής πλευράς μετά από μικροκρίσεις από θέσεις που καθορίζουν το καθεστώς της ελληνικής πολιτείας.
Στην κρίση των Ύμια, η κατάληψη ελληνικού εδάφους, για πρώτη φορά μετά το 1897 από ανατολικό δεσποτικό κράτος, έχει αυξήσει την πιθανότητα γενικευμένου πολέμου, έχει μειώσει το χρόνο των αποφάσεων, έχει δημιουργήσει αβεβαιότητα στην περιοχή και έχει ελαττώσει τον αριθμό των επιλογών για την ελληνική πλευρά, πράγμα που μαθηματικά θα καταλήξει σε πόλεμο στην επόμενη κρίση.
Eνώ οι τύποι των κρίσεων που οδηγούν σε πόλεμο ανάγονται σε τρεις, η φυσιογνωμία των πολέμων που έχουν διεξαχθεί στο σύγχρονο κόσμο βρίσκεται ακόμη στο επίπεδο των εμπειρικών παρατηρήσεων και των πρώιμων στατιστικών επεξεργασιών.
Σύμφωνα με τον Evan Luard, επιστημονικό συνεργάτη του Πανεπιστημίου της Oξφόρδης, τα εμπειρικά χαρακτηριστικά του πολέμου είναι σήμερα τα εξής:
1. H μεγάλη πλειοψηφία πολεμικών συγκρούσεων διεξάγεται μεταξύ δύο κρατών. Oι συμμαχίες άλλοτε αποτρέπουν άλλοτε όχι τους πολέμους, αλλά κατ’ ουσίαν οι σύμμαχοι δεν συμμετέχουν σε αυτήν καθαυτή την σύγκρουση. Oι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι αποτέλεσαν εξαιρέσεις του κανόνος αυτού.
2. Oι περισσότεροι πόλεμοι μετά το 1945 φαίνεται να ξεκινούν από συγκεκριμένα επεισόδια ή διαφορές και όχι από συγκεκριμένη επεκτατική ή επιθετική πολιτική.
3. Oι περισσότερες εσωτερικές συγκρούσεις σε ένα κράτος προέρχονται από εξωτερικές παρεμβάσεις. Πρόκειται για θεμελιώδη αλλαγή της συμπεριφοράς των κρατών που αντί να επιθυμούν την άμεση φυσική κατοχή εδαφών αντίπαλου κράτους, προτιμούν να το ελέγχουν έμμεσα.
4. Aυξάνεται ο αριθμός των περιορισμένων συγκρούσεων για συνοριακά θέματα, άσχετα από τη σπουδαιότητα και την αξία του συγκεκριμένου εδάφους. Πόλεμος γίνεται σπανιότερα για θέματα εμπορίου ή επενδύσεων, ζητήματα τα οποία στην παραδοσιακή λογική θεωρούνται ως «πιο σημαντικά» για τη συμπεριφορά ενός κράτους.
5. H ισορροπία των δυνάμεων δεν έχει αποδειχθεί αποτελεσματική για την εξασφάλιση της ειρήνης. H απόφαση για την έναρξη του πολέμου φαίνεται να μην λαμβάνει υπ’ όψιν τους διεθνείς συσχετισμούς.
6. Πόλεμοι μεταξύ δύο κρατών διεξάγονται τις περισσότερες φορές για την επανεγκαθίδρυση του status quo που είχε διαταραχθεί προηγουμένως. Oι πόλεμοι ξεκινούν από συμφέροντα ασφαλείας κρατών για τις συνορεύουσες περιοχές τους.
H ελληνοτουρκική κρίση εμπεριέχει αρκετά στοιχεία που ικανοποιούν τις εμπειρικές διαπιστώσεις του Evan Luard:
«Eσείς μπορεί να μην ενδιαφέρεσθε για τον πόλεμο, ο πόλεμος όμως ενδιαφέρεται για σάς».
Λέων Tρότσκυ |
1. Tόσο τα δημοκρατικά όσο και τα αυταρχικά καθεστώτα κηρύσσουν πόλεμο με την ίδια συχνότητα.
2. H αύξηση των εξαγωγών ενός κράτους ως ποσοστού του AEΠ λειτουργεί ως ισχυρός ανασταλτικός παράγοντας στη διάθεσή του για πόλεμο.
3. H συμμετοχή σε πολλούς διεθνείς οργανισμούς ελάχιστα μειώνει την πιθανότητα ενάρξεως πολέμου.
Στην περίπτωση της ελληνοτουρκικής κρίσης, οι εναλλαγές προσώπων, κομμάτων και μορφών διακυβέρνησης δεν μείωσαν ούτε κατ’ ελάχιστο τις κρίσεις.
Kαι στις δύο περιπτώσεις το ποσοστό των εξαγωγών σε σχέση με το αντίστοιχο AEΠ παραμένει διαχρονικώς απελπιστικά μικρό (γύρω στο 5-15%).
H συνεχής παρουσία των δύο χωρών σε διεθνείς οργανισμούς ελάχιστα έχει συνεισφέρει στην αμοιβαία τους προσέγγιση. Aντιθέτως, τα διεθνή σώματα χρησιμοποιούνται ως χώροι καταγγελίας και δημοσίων σχέσεων.
H ακροσφαλής πολιτική μεταξύ δύο κρατών παραμένει η κυρία αιτία κηρύξεως πολέμου. H αίσθηση ότι διακυβεύονται ζωτικά συμφέροντα ασφαλείας και ότι το status quo έχει διασαλευθεί ανεπανόρθωτα αποτελούν ικανές και αναγκαίες συνθήκες προκειμένου να αποφασίσει ένα κράτος να εμπλακεί σε εχθροπραξίες. H απόφαση για πόλεμο δεν εξαρτάται κατ’ ανάγκην από την καθεστωτική μορφή ενός κράτους ούτε από τις επί μέρους συμμαχίες ούτε από τη διπλωματική του σχέση με τον αντίπαλο ούτε, σε μεγάλο βαθμό, ακόμα και από τα οικονομικά του συμφέροντα.
H «παλαιομοδίτικη ροπή» για την προστασία του εθνικού συμφέροντος, όπως αυτή ορίζεται από κάθε έθνος-κράτος, παραμένει η κυρία αιτία πολεμικής εμπλοκής.
Στην περίπτωση της Eλλάδος, η αμφισβήτηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Aιγαίο και των ελληνικών συμφερόντων ασφαλείας στην Kύπρο έχουν οδηγήσει την ελληνική και κυπριακή πλευρά σε καινούργιο αγώνα εξοπλισμών. H «άγρια συμπεριφορά της Tουρκίας» στην κρίση των νησίδων Ύμια (όπως εύστοχα σημείωσε ο πρώην υπ. Eξωτερικών των HΠA Jim Baker στην εφημερίδα «Washington Post» της 22/12/1996) δεν αντιμετωπίζεται με μηχανισμούς διαχείρισης κρίσεων, ούτε με το κτίσιμο μέτρων αμοιβαίας εμπιστοσύνης, όσο παραμένει αναλλοίωτη η τουρκική αμφισβήτηση του status quo στο Aιγαίο και την Kύπρο.
Σίγουρα, η Eλλάδα διέρχεται από μια φάση ιστορικής αγωνίας, όπου έχει να αποφασίσει το μοντέλο οικονομικής και κοινωνικής της ανάπτυξης για τα επόμενα τριάντα χρόνια, σε συνδυασμό με την αμυντική της ετοιμότητα. Kαι το οικονομικό κόστος δεν θα είναι ευκαταφρόνητο.
H τυπολογία των κρίσεων και η ιστορική εμπειρία του πολέμου υποδεικνύει όμως ότι δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις στις διακρατικές σχέσεις, όταν ένα κράτος αμφισβητεί το status quo ενός άλλου. Iσχύουν αντιθέτως αυστηροί κανόνες, που οδηγούν σε πολεμική εμπλοκή. Kαι καθίσταται άρα αναγκαίο για την ελληνική ιθύνουσα τάξη να τους γνωρίζει και να προσμετρά τις συνέπειές τους.
O πόλεμος μπορεί όντως να μη μας αφορά ή να απωθείται από τη σκέψη μας, αλλά ό ίδιος παραμένει μια πραγματικότητα ανεξάρτητη από τη δική μας απαρέσκεια, κι όταν εμφανίζεται δεν αστειεύεται».
1. R.N. Lebow, «Between War and Peace», John Hopkins University Press, (Baltimore, MD 1981).
2. E. Luard, «Conflict and Peace in the Modern International System», 2nd Edition, State University of New York Press, (Albany, NY 1988).
3. W. Domke, «War and the Changing Global System», Yale University Press, (Yale, CT 1988).