Η αντιπαράθεση Ελευθέριου Βενιζέλου και Βασιλέα Κωνσταντίνου είχε ως αποτέλεσμα να διαλυθεί το 1915 δυο φορές η Βουλή και να βαθύνει το χάσμα μεταξύ των δυο στρατοπέδων. Η κρίση του Κοινοβουλευτισμού
Οι πολιτικές διαμάχες βενιζελικών και αντιβενιζελικών συνεχίστηκαν σε όλη τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Ταυτόχρονα η έλευση ενάμιση εκατομμυρίου προσφύγων δημουργούσε την ανάγκη κρατικής παρέμβασης σε όλους τους τομείς και αντίστοιχο συνταγματικό πλαίσιο, το οποίο να κατοχυρώνει το "κράτος δικαίου".
Το Σύνταγμα του 1927 αποδείχθηκε ανεπαρκές, αφού προσκολλημένο στον άκρατο φιλελευθερισμό του προηγούμενου αιώνα δεν θέσπιζε τον παρεμβατικό ρόλο του Κράτους. Αποτέλεσμα να υπάρχουν πολλές παραβιάσεις συνταγματικών διατάξεων, παραγωγή νομοθετικού έργου από την εκτελεστική εξουσία με αποτέλεσμα να αποδυναμωθεί το Κοινοβούλιο στην άσκηση νομοθετικού έργου.
Το Σύνταγμα του 1927 προέβλεπε δύο νομοθετικά σώματα, τη Βουλή και τη Γερουσία. Η Βουλή απαρτίζονταν από 200-250 βουλευτές, που εκλέγονταν με άμεση και μυστική ψηφοφορία για τέσσερα έτη. Η Γερουσία είχε 120 μέλη, από τα οποία 90 εκλέγονταν από το λαό, 10 διορίζονταν από κοινή συνεδρίαση Βουλής και Γερουσίας και τα υπόλοιπα 20 από τις επαγγελματικές ενώσεις. Η θητεία των Γερουσιαστών ήταν εννεαετής.
Για πρώτη φορά με το Σύνταγμα αυτό καθορίστηκε ρητά το κοινοβουλευτικό σύστημα, αφού η κυβέρνηση όφειλε "να απολαύη της εμπιστοσύνης της Βουλής". Όμως συχνά το Κοινοβούλιο περιορίστηκε στο ρόλο του απλού θεατή των αποφάσεων της εκτελεστικής εξουσίας, αλλά και των στρατιωτικών κινημάτων.
Το Σύνταγμα του 1927 ίσχυσε μόλις 8 χρόνια. Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου του 1936 επιβλήθηκε σε μια εποχή που ευνοούσε τις αυταρχικές λύσεις. Όμως τα αίτια της επικράτησής της θα πρέπει να αναζητηθούν στην ένταση των κοινωνικών ανταγωνισμών και στην επιβίωση του εθνικού διχασμού, που εξασθένησε το κύρος του Κοινοβουλίου.
Στην περίοδο του ακολούθησε τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο η κοινοβουλευτική ζωή δεν κατόρθωσε να απαλλαγεί από τις αδυναμίες της Μεσοπολεμικής περιόδου. Η παραδοσιακή αντίθεση βενιζελικών-αντιβενιζελικών αντικαταστάθηκε από τις διαχωριστικές γραμμές που δημιούργησε ο Εμφύλιος Πόλεμος (1946-1949). Οι πρώτες μεταπολεμικές εκλογές του 1946 διεξήχθησαν για αναθεωρητική Βουλή, η οποία όμως δεν κατόρθωσε να πραγματοποιήσει τον σκοπό της. Τελικά ψηφίστηκε το νέο Σύνταγμα της 1ης Ιανουαρίου του 1952 το οποίο όμως σε ελάχιστα σημεία διαφοροποιούνταν από τα προηγούμενα και ήταν επηρεασμένο από το κλίμα που επικρατούσε την εποχή της επεξεργασίας του.
Σύμφωνα με το νέο Σύνταγμα ο αριθμός των βουλευτών κυμαίνονταν μεταξύ 150 και 300 ατόμων. Με ερμηνευτική δήλωση δόθηκε το δικαίωμα εκλέγειν και εκλέγεσθαι και στις γυναίκες.
Σχετικά με τις αρμοδιότητες του βασιλιά το Σύνταγμα του 1952 διατηρούσε τις διατάξεις εκείνου του 1864 με μόνη τη ρητή καθιέρωση του πολιτεύματος της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Η λειτουργία και οι αρμοδιότητες της Βουλής δεν άλλαξαν. Προστέθηκε όμως μια διάταξη με την οποία δινόταν η δυνατότητα στην εκτελεστική εξουσία, όταν η Βουλή διέκοπτε τη λειτουργία της, να εκδίδει νομοθετικά διατάγματα και να κυρώνονται εκ των υστέρων. Οι διαδοχικές κυβερνήσεις έκαναν συχνή χρήση αυτής της διάταξης, προκειμένου να ρυθμίσουν ως "εξαιρετικώς επείγοντα" διάφορα θέματα. Την ίδια εποχή γνώρισαν μεγάλη διάδοση και οι ¨Πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου" οι οποίες εκδίδονταν χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση και κυρώνονταν εκ των υστέρων από τη Βουλή.
Την 21η Φεβρουαρίου 1963 κατατέθηκε στη Βουλή πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος υπογεγραμένη από τους υπουργούς-βουλευτές της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Καραμανλή, αλλά δεν ευοδώθηκε, διότι μετά από λίγο καιρό παραιτήθηκε η κυβέρνηση και διαλύθηκε η Βουλή.
Η πολιτική κρίση που ξέσπασε το καλοκαίρι του 1965 έφερε στην επιφάνεια τα κρίσιμα ζητήματα του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, αντιπαραθέτοντας τον Βασιλέα προς την κοινοβουλευτική πλειοψηφία της Ένωσης Κέντρου. Ενώ φαινόταν ότι οι προκηρυχθείσες εκλογές για την 28η Μαίου 1967 θα οδηγούσαν σε εκτόνωση της κρίσης, την 21η Απριλίου διεπράχθη στρατιωτικό πραξικόπημα που εγκαινίασε την επτάχρονη δικτατορία.