Η ανάρρηση του Γεωργίου στον ελληνικό θρόνο συνοδεύθηκε και από την ψήφιση νέου Συντάγματος. Συγκεκριμένα η Β' Εθνική Συνέλευση, που είχε συντακτικό χαρακτήρα, ψήφισε στις 17 Οκτωβρίου του 1864 νέο Σύνταγμα. Η βασική διαφορά του νέου Συντάγματος και σε εκείνου του 1844 ήταν η καθιέρωση ως πολιτεύματος της "βασιλευομένης δημοκρατίας". Θεσπίστηκε η αρχή της λαικής κυριαρχίας "άπασαι αι εξουσίαι πηγάζουσιν εκ του Έθνους, ενεργούσιν δέ καθ' όν τρόπον ορίζει το Σύνταγμα". Η νομοθετική εξουσία ανήκε στη Βουλή που εκλεγόταν με καθολική ψηφοφορία όλων των ανδρών. Ο βασιλιάς ήταν ανεύθυνος και απαραβίαστος, ενώ υπεύθυνοι ήταν οι υπουργοί της κυβέρνησης. Παράλληλα καταργήθηκε και η Γερουσία. Η δημιουργία κοινοβουλευτικής παράδοσης
Η σημαντικότερη αλλαγή στις διατάξεις του Συντάγματος πραγματοποιήθηκε το 1875 όταν ο βουλευτής και μετέπειτα πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης ζήτησε την εφαρμογή της αρχής της "δεδηλωμένης". Σύμφωνα με αυτήν την κοινοβουλευτική αρχή ο βασιλιάς δεν μπορούσε να διορίζει κυβέρνηση που δεν είχε εξασφαλισμένη την πλειοψηφία της Βουλής. Για να διατηρηθεί στην εξουσία η κυβέρνηση έπρεπε να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τους μισούς βουλευτές κι έναν ακόμη.
Στο διάστημα 1882-1895 δέσποσε η μορφή του Χαρίλαου Τρικούπη, ο οποίος σχημάτισε επτά κυβερνήσεις και προσπάθησε να εκσυγχρονήσει τη χώρα. Οι προσπάθειές του είχαν ως κύριο αντικείμενο την οικονομική ανασυγκρότηση και τη διοικητική αναδιοργάνωση, έργο όμως που δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει.
Στις αρχές του 20ου αι. παρατηρούνταν σημαντικές κοινωνικοπολιτικές ανακατατάξεις στην Ελλάδα που είχαν ως αποτέλεσμα το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί (1909).
Το Σύνταγμα του 1911 ήταν άμεση απόρροια της αναγεννητικής προσπάθειας, της οποίας ηγήθηκε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Συγκεκριμένα απλουστεύθηκε η νομοθετική διαδικασία αφού θεσπίστηκε έκτακτη διαδικασία για τις επείγουσες νομοθετικές περιπτώσεις, καθιερώθηκε όριο εκλογιμότητας βουλευτών το 25ο έτος ηλικίας και επεκτάθηκε το ασυμβίβαστο της βουλευτικής ιδιότητας και στους εν ενεργεία στρατιωτικούς. Τέλος δημιουργήθηκε Ειδικό Δικαστήριο, το Εκλογοδικείο που έλεγχε το κύρος των βουλευτικών εκλογών.