|
Δεν είχα δει, ούτε νομίζω πως θα δω ξανά τέτοια λάσπη στη ζωή μου. Πάταγες στην αρχή ανύποπτος πάνω της και βυθιζόσουν, βυθιζόσουν, βούλιαζες, ως τους αστραγάλους, ως τη μέση του ποδιού, ως το γόνατο - καταπινόταν όλη η μπότα σου κι αισθανόσουν πια την υγρή παγωνιά να διαπερνά την κυλότα σου γύρω στα μπούτια σου. Παραπατούσες, το πόδι σου δεν ξεκολλούσε, όσο και να το τράβαγες μ' όλη σου τη δύναμη και με τα δυο σου χέρια ή το 'νιωθες να σηκώνεται μόνο του, αφήνοντας τη μπότα σου στο βυθό. Τότε φώναζες στους άλλους να σταματήσουν, να μη προχωρούν: "Για θα χαθούμε, παιδιά, θα χαθούμε! Περιμένετε! Δεν μπορώ να βγω". Ο πιο κοντινός σου τότε σε βοηθούσε - κ' η ίδια κατάσταση άρχιζε πάλι και πάλι σε κάθε δέκα βήματα. Δεν ξέρω πόσο χρειάστηκε να περάσουμε αυτό το καταραμένο μέρος - μα μου φαίνεται πως θα κάναμε περισσότερο από ώρα.
Γιάννη Μπεράτη, Το πλατύ ποτάμι.
|