ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΓΙΩΡΓΟΥ Α.ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ
ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ«ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»
 

Αθήνα, 4 Ιουλίου 1999



 

«Έχουμε πολλά να κερδίσουμε
από το διάλογο με την Τουρκiα»


Ο Γ. Παπανδρέου μιλάει στην «Κ»
μετά τη συνάντησή του με τον Ισμαήλ Τζεμ

Συνέντευξη
στον ΚΩΣΤΑ ΙΟΡΔΑΝΙΔΗ

Τις προσδοκίες και τους ευρύτερους προβληματισμούς του σχετικά με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, μετά τη συζήτηση και συμφωνία που επετεύχθη στη Νέα Υόρκη κατά τη συνάντησή του με τον Τούρκο ομόλογό του κ. Ισμαήλ Τζεμ, αναπτύσσει ο υπουργός Εξωτερικών κ. Γ. Παπανδρέου σε αποκλειστική συνέντευξή του στην «Κ». Ο κ. Παπανδρέου χαρακτήρισε τη συμφωνία προσπάθεια «τακτικής φύσεως» προκειμένου να διερευνηθεί εάν υπάρχουν δίαυλοι προσεγγίσεως με την Τουρκία και επεσήμανε ότι η συζήτηση του θέματος της τρομοκρατίας «αναιρεί μια επιχειρηματολογία που ήθελε την Ελλάδα ως εξιλαστήριο θύμα ή αποδιοπομπαίο τράγο του κουρδικού ζητήματος», ενώ παράλληλα βοηθεί κατά την άποψή του «την ανάδειξη του πολιτικού προβλήματος που λέγεται Κουρδικό στην Ε.Ε., αλλά κυρίως μέσα στην Τουρκία».

Ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών υποστήριξε την ανάγκη «απενοχοποιήσεως» του διαλόγου και τόνισε ότι θα πρέπει να αντιστρέψουμε μια «ψυχολογική αντιμετώπιση» της Τουρκίας, «η οποία μας οδηγεί πολλές φορές σε απραξία και σε μια έλλειψη πρωτοβουλιών». Ο κ. Παπανδρέου χαρακτήρισε τον Τούρκο ομόλογό του «ειλικρινή», επεσήμανε ότι «οι προθέσεις του είναι θετικές», αλλά υπογράμμισε ότι δεν μπορεί να υπογράψει χαρτί ή να εγγυηθεί την πορεία μιας εξέλιξης που θα κριθεί στην πράξη.

Αναφορικώς με τις ευρωτουρκικές σχέσεις ο κ. Παπανδρέου επεσήμανε, μεταξύ άλλων, την ανάγκη και μιας αλλαγής της στάσεως της Άγκυρας στο Κυπριακό, πράγμα που εάν συμβεί θα επηρεάσει θετικά όχι μόνον την ελληνική πλευρά αλλά και άλλες χώρες της Ε.Ε.

Ερώτηση : Κύριε υπουργέ είχατε την πρώτη ουσιαστική συνάντησή σας με τον Τούρκο ομόλογό σας, τον κ. Ισμαήλ Τζεμ. Η ατμόσφαιρα που μεταφέρετε από τη συνάντηση είναι φιλική, εγκάρδια. Αλλά ο κ. Τζεμ σε συνέντευξη την παραμονή της συναντήσεώς σας ήταν απολύτως ανελαστικός και στο Κυπριακό και στο Αιγαίο. Πώς είναι δυνατό να προχωρήσει η συμφωνία στην οποία καταλήξατε στη Νέα Υόρκη;

Απάντηση : Δεν είναι η πρώτη φορά που συναντήθηκα με τον κ. Τζεμ. Έχουμε επανειλημμένως συνομιλήσει με τον υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας.

Ερώτηση : Η τελευταία, όμως, συνάντηση ήταν σε διαφορετικό πλαίσιο.

Απάντηση : Ναι, απλώς αυτή τη φορά είχαμε ένα συγκεκριμένο διμερές πλαίσιο, το οποίο συζητήσαμε και αποφασίσαμε να προχωρήσουμε. Αλλά είχαμε την ευκαιρία καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης στο Κοσσυφοπέδιο να έχουμε τακτικές επαφές αλλά και συναντήσεις και συνεργασία.

Ερώτηση : Για να επανέλθω στην αρχική ερώτηση, κύριε υπουργέ, με δεδομένη την ανελαστικότητα της Τουρκίας στα κρίσιμα θέματα των σχέσεων και με την Ελλάδα, πώς είναι δυνατόν να προχωρήσει η συμφωνία;

Απάντηση : Πριν από όλα θα ήθελα να πω ότι δεν υπάρχει καμία αλλαγή στις θέσεις της ελληνικής κυβέρνησης επί των μεγάλων θεμάτων, είτε αυτό λέγεται Κυπριακό είτε σε σχέση με το Αιγαίο.

Ερώτηση : Δεν υπάρχει αλλαγή ούτε και των τουρκικών σχέσεων;

Απάντηση : Πράγματι, δεν υπάρχει αλλαγή και των τουρκικών σχέσεων και ακριβώς η απόφασή μας ήταν ότι τα κρίσιμα αυτά θέματα, που επηρεάζουν σαφώς τις σχέσεις μας, να μην εξετασθούν σε αυτή τη φάση. Το γεγονός αυτό δείχνει και την περιορισμένη εμβέλεια της πρωτοβουλίας αυτής σε θέματα που θεωρήσαμε ότι μπορούσε να υπάρξει ένας διάλογος, πιθανόν πέρα του διαλόγου μια προσέγγιση και πιθανόν πέρα της προσέγγισης και μία συμφωνία.

Ερώτηση : Εάν μου επιτρέπετε μια παρέμβαση, κύριε υπουργέ. Αρχίζει σε κάποια φάση η συζήτηση του «πακέτου» που συμφωνήσατε στη Νέα Υόρκη και η τουρκική πλευρά δεν προσέρχεται στις συνομιλίες για το Κυπριακό. Είναι δυνατόν -πολιτικά- να συνεχίσετε το διάλογο επί των μη ουσιωδών θεμάτων που αποφασίσατε;

Απάντηση : Κατ’ αρχάς δεν θεωρώ ότι είναι επουσιώδη αλλά σημαντικά θέματα, παρότι δεν θίγουν τα μεγάλα διμερή προβλήματα με την Τουρκία. Οπωσδήποτε δεν είναι μια νέα πρακτική. Έχει δοκιμασθεί και παλαιότερα. Αλλά ξεκινούμε μια προσπάθεια τακτικής φύσεως. Να δούμε αν πράγματι μπορούμε να βρούμε διαύλους συνεννόησης και συνεργασίας σε θέματα όπου υπάρχουν κοινά συμφέροντα.
 


Γ.Παπανδρέου: "Προσωπικά είμαι δογματικός σε θέματα αρχής.
Σε θέματα τακτικής δεν είμαι δογματικός".

Ερώτηση : Και πού μπορεί να οδηγήσει αυτό;

Απάντηση : Κατ’ αρχάς μπορεί να συμβάλει στη μείωση ή στη διατήρηση της μείωσης της έντασης, διότι παρά τις κορώνες ή τις έντονες δηλώσεις που έχουν υπάρξει τους τελευταίους μήνες έχουμε δει έμπρακτα μια μείωση της έντασης στο Αιγαίο.

Ερώτηση : Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι είχαμε την κρίση στο Κοσσυφοπέδιο...

Απάντηση : Όντως οφείλεται στην κρίση του Κοσσυφοπεδίου, αλλά έχει σημασία να δούμε εάν αυτό συνεχισθεί. Είναι, όπως είπα, μία τακτική κίνηση, να δούμε εάν μπορεί να υπάρξει προώθηση των θεμάτων σε ένα δεύτερο επίπεδο. H όλη διαδικασία μπορεί να έχει θετική επίδραση επί των άλλων ουσιαστικών θεμάτων που υφίστανται μεταξύ των δύο χωρών. Μπορεί να μην έχει επίδραση ή να επηρεάσει ουδέτερα τα κρίσιμα ζητήματα. Όμως θεωρήσαμε ότι είναι κάτι που χρήζει προσπάθειας. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν παράλληλα άλλα προβλήματα που μπορούν και θα επηρεάσουν τη σχέση μας, θετικά ή αρνητικά, αλλά ούτε πάλι σημαίνει ότι δεν μπορούσε να ξεκινήσει μια παράλληλη διαδικασία.

Ερώτηση : Ανεξαρτήτως αυτών όμως, κ. υπουργέ, η εντύπωση που κυριαρχεί είναι ότι με τη συμφωνία της Νέας Υόρκης αναθεωρείτε ουσιαστικά τη «βήμα προς βήμα» προσέγγιση των ελληνοτουρκικών σχέσεων που προέβλεπε την παραπομπή του ζητήματος των Ιμίων στο Δικαστήριο της Χάγης, συνυποσχετικό για την υφαλοκρηπίδα και μετά συζήτηση επί των μη-ουσιωδών θεμάτων. Ήταν εσφαλμένη εκείνη η πολιτική; Γιατί αλλάζει;

Απάντηση : Κατ’ αρχάς, προσωπικά, είμαι δογματικός στις αρχές μας στα μεγάλα μας θέματα και στη μη-διαπραγμάτευση κυριαρχικών δικαιωμάτων. Στα θέματα τακτικής δεν είμαι δογματικός.

Ερώτηση : Αναγνωρίζετε, λοιπόν, ότι είναι αλλαγή τακτικής.

Απάντηση : Πράγματι είναι μια αλλαγή τακτικής η οποία έχει και μια αντίστοιχη αλλαγή τακτικής και από την πλευρά της Τουρκίας. H Τουρκία έλεγε δύο πράγματα μέχρι πρότινος: Πρώτον, συζήτηση «εφ’ όλης της ύλης», όλων των ουσιαστικών θεμάτων με την Ελλάδα και όχι επιμέρους ζητημάτων. Και δεύτερον, μετά την κρίση Οτσαλάν η Τουρκία έλεγε ότι αν δεν έχουμε από την Ελλάδα δηλώσεις και μια συμφωνία για το θέμα του ΡΚΚ, δεν μπορούμε να έχουμε επαφές.

Ερώτηση : Να μου επιτρέψετε σ’ αυτό το σημείο να παρατηρήσω ότι η συμφωνία σας με τον κ. Τζεμ εισάγει μια νέα παράμετρο: το θέμα της τρομοκρατίας. Είναι ένα πάρα πολύ ουσιώδες θέμα για την Τουρκία, που παρενεβλήθη μαζί με άλλα θέματα μικρότερης σημασίας και οδηγεί τελικά στην εντύπωση ότι η συμφωνία είναι ανισοβαρής, διότι εμείς δεν προβάλλαμε ζήτημα εξίσου σοβαρό για τα δικά μας συμφέροντα. Γιατί έγινε αυτό; Είναι το τίμημα του χειρισμού της υποθέσεως Οτσαλάν;

Απάντηση : Διαφωνώ απολύτως για την υποβάθμιση που επιχειρείται των άλλων θεμάτων του «πακέτου» στις διμερείς μας σχέσεις. Δεν καταλαβαίνω γιατί θεωρούμε τα άλλα θέματα μικρής σημασίας. Είναι ή δεν είναι, λόγου χάριν, κυρίαρχο αυτή τη στιγμή για την ελληνική κοινωνία, για τον Έλληνα πολίτη, το θέμα της λαθρομετανάστευσης; Ήταν ένα μόνιμο αίτημά μας η συνεργασία με την Τουρκία για την αντιμετώπιση του προβλήματος της λαθρομετανάστευσης, των προσφύγων που έρχονται κατά εκατοντάδες χιλιάδες.

Ερώτηση : Αυτό όμως το θέμα εντάσσεται στο «πακέτο» που αφορά και την τρομοκρατία...

Απάντηση : Δεν έχει σημασία. Μπαίνει ούτως ή άλλως μέσα στα υπό συζήτηση θέματα. Και συνεχίζω. Είναι ή δεν είναι ιδιαίτερης σημασίας τα θέματα διατήρησης των χριστιανικών μνημείων στην Τουρκία, την Κωνσταντινούπολη, πιθανώς και αλλού. Και των ισλαμικών βεβαίως, αντιστοίχως εδώ.

Ερώτηση : Να τα δεχθώ αυτά. Αλλά αν μου επιτρέπετε, τα εμπορικά και οικονομικά θέματα συνεργασίας ουσιαστικώς υπερκαλύπτονται πλέον από τη συμφωνία Τελωνειακής Ένωσης Ε.Ε. - Τουρκίας.

Απάντηση : Εγώ πιστεύω ότι εκεί θα υπάρξουν σημαντικές δυνατότητες συνεργασίας, όπως επίσης είναι πολύ σημαντική και η ανάπτυξη συνεργασίας στον τομέα του τουρισμού. Το θέμα της τρομοκρατίας, βεβαίως, είναι σημαντικό για την Τουρκία. Θέλω όμως να πω ότι ήμασταν πολύ σαφείς σε σχέση με την τρομοκρατία, μας δεσμεύουν οι Συνθήκες, η θέση μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου ισχύει η Συμφωνία Τρέβιν, που αναφέρει συγκεκριμένα με ποιον τρόπο αντιμετωπίζεται η τρομοκρατία. Υπάρχει επίσης μία σημαντική παράμετρος, την οποία δεν αγνοούμε, μια επιχειρηματολογία, που αναπτύσσονταν και ήθελε την Ελλάδα ως εξιλαστήριο θύμα, αποδιοπομπαίο τράγο του Κουρδικού ζητήματος, που ουσιαστικά αναιρείται από το γεγονός ότι συζητούμε πλέον θέματα τρομοκρατίας.

Ερώτηση : Αλλά αυτές οι αιτιάσεις διατυπώνονταν από την Άγκυρα και την Ουάσιγκτον και θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει ότι ήταν η αφόρητη πίεση της Τουρκίας και των ΗΠΑ που οδήγησε σε αυτή τη συμφωνία...

Απάντηση : Δεν καταλαβαίνω γιατί καταλήγετε σε αυτό το συμπέρασμα. Η Τουρκία η ίδια είχε μια εσωτερική λογική κατά την οποία οι κακοί Ευρωπαίοι, οι κακοί Ιταλοί, οι κακοί Έλληνες δημιούργησαν το κουρδικό πρόβλημα. Από τη στιγμή που δεν μπορεί πλέον να υπάρξει αυτή η αιτιολογία, πιστεύω προσωπικά ότι βοηθούμε ουσιαστικά στην ανάδειξη του πολιτικού προβλήματος που λέγεται Κουρδικό και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά κυρίως μέσα στην ίδια την Τουρκία.

Ερώτηση : Κύριε υπουργέ, μία συνεργασία με την Τουρκία στο θέμα της τρομοκρατίας μπορεί να ήταν και χρήσιμη. Αλλά πώς είναι δυνατόν να υπάρξει μια συμφωνία όταν οι δύο χώρες έχουν διαφορετική αντίληψη για το ρόλο του ΡΚΚ; Γιατί για την Τουρκία τρομοκρατία σημαίνει ΡΚΚ. Πρακτικά πώς μπορεί να λυθεί το πρόβλημα;

Απάντηση : Εύλογα τα ερωτήματά σας. Πρέπει να δούμε μέσα από τις συζητήσεις που θα έχουμε αν υπάρχουν πράγματι αυτές οι διιστάμενες απόψεις, όπως λέτε, αν υπάρχει δυνατότητα συνεργασίας ή όχι. Αλλά νομίζω ότι δεν έχουμε κανένα πρόβλημα να συζητήσουμε με οποιονδήποτε γείτονα ή μη ένα θέμα, όπως η τρομοκρατία, το οποίο και μας ενδιαφέρει και ενδιαφέρει τα Βαλκάνια. Αυτό που εσείς θέτετε, αν δηλαδή θα υπάρξει συνεργασία και σε ποιο επίπεδο, είναι πράγματι ένα ερώτημα το οποίο θα διερευνήσουμε.

Ερώτηση : Η εντύπωση που υπάρχει, κύριε υπουργέ, είναι ότι σε κάθε κρίση, είτε πρόκειται για τα Ίμια είτε για την υπόθεση Οτσαλάν, η τουρκική πλευρά είναι εκείνη που αναλαμβάνει την πρωτοβουλία, δίνει το στίγμα της και η ελληνική κυβέρνηση ακολουθεί με κάποιες διορθωτικές κινήσεις. Πώς συμβαίνει και δεν αναλαμβάνει ποτέ η Ελλάδα την πρωτοβουλία;

Απάντηση : Πρώτα απ' όλα δεν είναι αλήθεια ότι η Ελλάδα δεν παίρνει πρωτοβουλίες. Πιστεύω όμως ότι θίγεται ένα βαθύτερο πρόβλημα της Ελλάδας σε σχέση με την Τουρκία. Και νομίζω ότι είναι πολύ σοβαρό. Υπάρχει μια ψυχολογική αντιμετώπιση της Τουρκίας, η οποία μας οδηγεί πολλές φορές σε μια απραξία και σε μια έλλειψη πρωτοβουλιών. Και πιστεύω ότι αυτό ακριβώς είναι κάτι που πρέπει να αντιστρέψουμε. Αυτή η αντιστροφή μπορεί βεβαίως να μη γίνει από τη μία ημέρα στην άλλη. Είναι θέμα μιας ολόκληρης πολιτικής κουλτούρας που έχουμε διαμορφώσει γύρω από τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τα Ελληνοτουρκικά. Πιστεύω ότι η χώρα μας έχει να κερδίσει πάρα πολλά παίρνοντας πρωτοβουλίες, θέτοντας ζητήματα, κάνοντας διάλογο, απενοχοποιώντας τη λέξη «διάλογος» και θέτοντας το θέμα στη σωστή του διάσταση, διότι σε κανένα μέρος του κόσμου o διάλογος δεν σημαίνει εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων. Άρα λοιπόν, συμφωνώ μαζί σας, έχετε δίκιο, πρέπει να παίρνουμε πρωτοβουλίες. Αυτό το οποίο κάναμε στην απαντητική μας επιστολή, η οποία δεν ήταν μία τυπική υπηρεσιακή, κομψή, απορριπτική απάντηση, ήταν να διαμορφώσουμε μία νέα πρόταση θετική, η οποία μάλιστα υιοθετήθηκε από την πλευρά της Τουρκίας. Τι θα βγει από αυτήν την πρόταση κανείς δεν ξέρει. Αλλά η πρωτοβουλία μας υπερέβη ακόμη και την πρώτη κίνηση της Τουρκίας, αν και δεν θέλω να θέσω το θέμα ανταγωνιστικά.

Ερώτηση : Σε σχέση με το θέμα των πρωτοβουλιών, κύριε υπουργέ, το ζήτημα που τίθεται είναι γιατί δεν πήρατε την πρωτοβουλία να άρετε, λόγου χάριν, τις επιφυλάξεις σας στις χρηματοδοτήσεις της Τουρκίας, κάτι που αποτελεί και συμβατική υποχρέωσή μας, και εμπλέκεστε στο ζήτημα της τρομοκρατίας, όπου είναι αμφίβολο εάν είναι δυνατόν να οδηγήσει σε θετικά αποτελέσματα;

Απάντηση : Δεν βλέπω για ποιο λόγο θέτετε τα δύο ζητήματα κατ’ αντιπαράθεση. Είναι δύο διαφορετικά θέματα.

Ερώτηση : Η χρηματοδότηση της Τουρκίας, κύριε υπουργέ, σταμάτησε για το θέμα των Ιμίων. Αυτή τη στιγμή συζητούμε για την τρομοκρατία παρακάμπτοντας, καλώς ή κακώς, τα ουσιώδη θέματα αλλά και το πρόβλημα των Ιμίων.

Απάντηση : - Δεν έχει κλείσει για μας το θέμα των Ιμίων. Η επιδίωξή μας για συνεργασία σε άλλους τομείς δεν σημαίνει ότι υποβαθμίσαμε το ζήτημα. Αλλά προσεγγίζουμε τις διμερείς μας σχέσεις μέσα από μια άλλη τακτική διαδικασία. Και ελπίζουμε να έχει θετικό αποτέλεσμα. Αλλά αυτό δεν το ξέρει κανείς. Αυτό σημαίνει πως τα θέματα των Ιμίων και του χρηματοδοτικού πρωτοκόλλου παραμένουν ως πρόβλημα.
Έχουμε πει βεβαίως, πως εάν γίνουν κινήσεις -και δεν θέλω να είμαι δογματικός στο σημείο αυτό- από την Τουρκία, εάν γίνουν κινήσεις τις οποίες δεν μπορώ αυτή τη στιγμή να προδιαγράψω ποιες μπορεί να είναι -πέραν των όσων συζητάμε μέσα από αυτό το «πακέτο» θεμάτων- αυτό θα έπρεπε να μας προβληματίσει και να αξιολογηθεί θετικά ως προς το θέμα της άρσης του «βέτο» στα χρηματοδοτικά. Ένα άλλο στοιχείο που πρέπει να τονίσουμε είναι ότι εάν υπάρξουν από την πλευρά της Ε.Ε. συγκεκριμένες προτάσεις σε σχέση με το Κουρδικό πρόβλημα, για την υποβοήθηση της πολιτικής επίλυσής του -δίχως επιθυμία παρέμβασης στα εσωτερικά της Τουρκίας-, τότε όπως έχουμε πει η Ελλάδα θα ήταν η πρώτη που θα βοηθούσε χρηματοδοτικά αυτή την προσπάθεια.

Ερώτηση : Το ίδιο ισχύει και για την υποψηφιότητα της Τουρκίας;

Απάντηση : Η πάγια θέση μας είναι ότι δεν είμαστε εναντίον ούτε της υποψηφιότητας, ούτε και μακροπρόθεσμα της αποδοχής της Τουρκίας ως μέλους της Ε.Ε. Εδώ υπάρχουν προϋποθέσεις. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι αρκετά συγκεκριμένες. Σχετίζονται με την πρόοδό της, το «οδόγραμμά» της, που θα έχει διάφορες στάσεις.

Ερώτηση : Αυτό όμως, το έχει προσδιορίσει o κ. Ετσεβίτ. Και οι παραχωρήσεις που κάνει είναι η αποδοχή των κριτηρίων της Κοπεγχάγης και του άρθρου 6 της Συνθήκης του Άμστερνταμ. Είναι αυτά επαρκή για να δώσει η Ελλάδα τη συγκατάθεσή της ώστε να χαρακτηριστεί η Τουρκία υποψήφια χώρα; Γιατί για τη Γερμανία είναι.

Απάντηση : Για την Ελλάδα και για κάποιες άλλες χώρες δεν αρκεί. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι ένα βήμα. Και δεν το είπαμε εμείς οι Έλληνες αυτό, μόνον. Βεβαίως χαιρετίζουμε τη δεδηλωμένη πρόθεση του κ. Ετσεβίτ και της τουρκικής κυβέρνησης να κινηθεί προς αυτή τη κατεύθυνση, αλλά αυτό θα πρέπει να διαπιστωθεί τους επόμενους μήνες είναι εάν πράγματι υπάρχει η βούληση να υλοποιηθούν οι προθέσεις αυτές. Αλλά να προσθέσω ότι στην επιστολή του κ. Ετσεβίτ δεν υπάρχει καμία μνεία για το Κυπριακό. Και αυτό το θέμα θα παίξει ένα ρόλο όχι μόνο για μας, αλλά και για άλλες χώρες οι οποίες έχουν θέσει το ζήτημα αυτό.

Ερώτηση : Θεωρείτε, λοιπόν, ότι είναι αναγκαία η προσθήκη και του Κυπριακού;

Απάντηση : Βεβαίως. Δεν μιλάω για την επίλυση. Αλλά θα πρέπει να φανεί ότι υπάρχει μια διαφορετική προσέγγιση. Πώς θα μετρήσουμε αυτό, είναι μια θεωρητική άσκηση που δεν θα ήθελα να κάνω αυτή τη στιγμή. Πρέπει να το δούμε στην πράξη, να αξιολογηθούν τα στοιχεία όταν έλθει η ώρα.

Ερώτηση : Κύριε υπουργέ, έχετε συζητήσει κατ’ επανάληψιν με τον κ. Τζεμ. Με δεδομένη την πολιτική κατάσταση σε αυτή τη χώρα, την άνοδο των εθνικιστικών στοιχείων, θεωρείτε ότι η Τουρκία είναι σε φάση που μπορεί να συνδιαλλαγεί πολιτικά ή θεωρεί ότι μπορεί να επιβάλει τη θέλησή της ούτως ή άλλως;

Απάντηση : Εγώ προσωπικά έχω άποψη. Αλλά οι απόψεις μου δεν είναι το κυρίαρχο ζήτημα. Ούτε είναι ο ρόλος ενός υπουργού Εξωτερικών να εκφράζει τις προσωπικές του απόψεις, αλλά να προωθεί όσο το δυνατόν καλύτερα τα εθνικά συμφέροντα. Και νομίζω, αυτή τη στιγμή είναι προς το συμφέρον της χώρας να κάνει αυτές τις κινήσεις διαλόγου σε αυτά τα συγκεκριμένα θέματα. Προωθείται μ’ αυτό τον τρόπο η εικόνα της Ελλάδος στο εξωτερικό, ως μιας χώρας που θέλει το διάλογο και την προσέγγιση με όλους τους γείτονες, αλλά βεβαίως αυτό σημαίνει ότι υπάρχει και ανταπόκριση και από την άλλη πλευρά. Σ' αυτό το ζήτημα θα κριθεί -όπως έχει κριθεί στο παρελθόν αρνητικά πάρα πολλές φορές- και τώρα η Τουρκία. Και πιστεύω ότι δεν έχουμε τίποτε άλλο να κάνουμε παρά να περιμένουμε να δούμε αν θα βελτιώσουν το κλίμα, εάν θα υπάρξει μια θετική προσέγγιση από την Τουρκία.

Ερώτηση : Κύριε υπουργέ, επιμένω σε μία προσωπική εκτίμησή σας για τον κ. Τζεμ...

Απάντηση : Από την προσωπική επαφή που έχω με τον κ. Τζεμ φάνηκε ότι ο άνθρωπος και ειλικρινής είναι και πράγματι οι διαθέσεις του είναι θετικές προς αυτή την προσέγγιση. Αλλά δεν μπορώ να υπογράψω και ένα χαρτί, να εγγυηθώ την πορεία μιας εξέλιξης. Αυτό θα το κρίνει η πράξη.

Ερώτηση : Και ως προς τις αντιδράσεις στο εσωτερικό, τι περιμένετε;

Απάντηση : Τις βασικές αρχές και προτάσεις που περιέλαβα στην επιστολή μου τις συζήτησα με όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης, και ασχέτως εάν συμφώνησαν ή όχι, νομίζω ότι ήταν ενήμεροι και βεβαίως υπήρξαν και εποικοδομητικές σκέψεις, από τις οποίες άλλες περιελήφθησαν στο γράμμα αυτό και άλλες κρατώνται ως σημαντικές σε δεύτερη φάση, για πιθανές κινήσεις μας, ως προς αυτά τα ζητήματα.