ΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΜΟΝΟΜΕΡΕΙΣ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ



Α. Οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο


Η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο αποτελεί ουσιαστικά, την μόνη νομική ελληνοτουρκική διαφορά που η Ελλάς αναγνωρίζει ότι πράγματι υπάρχει.

Η διαφορά αυτή ήλθε για πρώτη φορά στην επιφάνεια και προκάλεσε μεγάλη ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις την 1η Νοεμβρίου 1973, όταν στην Τουρκική Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δημοσιεύθηκε αυθαίρετος Χάρτης με περιοχές του Αιγαίου, που περιελάμβανε και ελληνικές, για τις οποίες η Κυβέρνηση της Άγκυρας είχε δώσει άδεια διεξαγωγής ερευνών σε Τουρκική Εταιρεία Πετρελαίων. Η ένταση εκορυφώθη όταν στην συνέχεια πραγματοποιήθηκαν το 1974 και 1976 έρευνες τουρκικών ωκεανογραφικών σκαφών (Τσανταρλί και Χόρα).

Για το θέμα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας υπάρχουν τρεις μεγάλες βασικές διαφορές τοποθέτησης μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας ως προς:
(α) Το αντικείμενο και τη φύση της διαφοράς
Η Τουρκία, ισχυρίζεται ότι η διαφορά έγκειται στην διανομή ολόκληρης της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, το οποίο θέλει να χωρίσει σε δύο ίσα μέρη, και με τον τρόπο αυτό να αποκτήσει αυτή δικαιώματα υφαλοκρηπίδας δυτικά των ελληνικών νησιών, μέχρι την μέση γραμμή του Αιγαίου. Δηλαδή, έτσι, η διαφορά δεν είναι νομική, αφού δεν βασίζεται σε κανένα κανόνα του διεθνούς δικαίου, αλλά πολιτική. Πρόκειται ουσιαστικά, για επεκτατική βλέψη της Τουρκίας εις βάρος του ελληνικού χώρου.

Η Ελλάδα, αντίθετα, τονίζει ότι το αντικείμενο της διαφοράς είναι αποκλειστικά η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας μεταξύ των δύο χωρών, αφ'ενός στην Θράκη (δηλ. στην θαλάσσια προέκταση της συνοριακής γραμμής) και αφ'ετέρου στα πλησίον της Τουρκικής ακτής ευρισκόμενα νησιά του Βορείου και Ανατολικού Αιγαίου και στην Δωδεκάνησο. Δηλαδή η διαφορά είναι νομική, την οποία βέβαια έχουμε την υποχρέωση να επιλύσουμε σύμφωνα με τους τρόπους που προβλέπει το Διεθνές Δίκαιο και ο Χάρτης των Ην. Εθνών για την επίλυση διεθνών νομικών διαφορών.

(β) Το δικαίωμα υφαλοκρηπίδας των νησιών
Η Τουρκία δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα αυτό και θέλει να χαράξει διαχωριστική γραμμή στο μέσον του Αιγαίου σαν να μην υπήρχαν καθόλου νησιά.

Η Ελλάδα υποστηρίζει ότι τα νησιά έχουν πλήρη δικαιώματα υφαλοκρηπίδας, όπως προβλέπεται από το Διεθνές Δίκαιο (Σύμβαση Γενεύης 1958, Σύμβαση Δικαίου Θαλάσσης 1982, Απόφαση Διεθνούς Δικαστηρίου του 1969 για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας της Β. Θάλασσας που εδέχθη ότι ο κανών της υφαλοκρηπίδας των νησιών είναι εθιμικός, άρα δεσμεύει όλα τα κράτη, περιλαμβανομένης βέβαια και της Τουρκίας).

Κατά την ελληνική αυτή θέση, εφ'όσον τα νησιά έχουν πλήρη δικαιώματα υφαλοκρηπίδας, δεν μπορούν να αποτελούν "ειδικές περιστάσεις" όπως υποστηρίζει αυθαίρετα η Τουρκία για όλα ανεξαιρέτως τα νησιά του Αν. Αιγαίου.

(γ) Το εφαρμοστέο δίκαιο για την επίλυση της διαφοράς
Η Τουρκία επικαλείται την αρχή της ευθυδικίας (equity). Η αρχή όμως αυτή δεν ερμηνεύεται από πλευράς Τουρκίας σύμφωνα με τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, αλλά αυθαίρετα, με πολιτικά κριτήρια και γνώμονα τις επεκτατικές της βλέψεις στο Αιγαίο.

Η Ελλάδα υποστηρίζει ότι για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας εφαρμοστέα είναι η αρχή της μέσης γραμμής όπως προβλεπόταν στο άρθρο 6 της Σύμβασης του 1958 και ήδη αναγνωρίζεται ως η επικρατούσα αρχή του Διεθνούς Δικαίου.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αν η Τουρκία επεδίωκε την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και όχι τον εγκλωβισμό των νήσων του Αν. Αιγαίου σε μία ζώνη τουρκικής δικαιοδοσίας, δεν είχε παρά να παραστεί στο Διεθνές Δικαστήριο στο οποίο προσέφυγε η Ελλάδα το 1976, οπότε η διαφορά θα επελύετο ειρηνικά. Λόγω όμως της ερημοδικίας της Τουρκίας, το Δικαστήριο κήρυξε τότε εαυτό αναρμόδιο. Για την έκτοτε εξέλιξη του θέματος της υφαλοκρηπίδας θα πρέπει να αναφερθούν τα εξής:

Το 1976, ύστερα από μία νέα αύξηση της έντασης στο Αιγαίο, έλαβε χωρά μία ελληνοτουρκική διαπραγμάτευση στην Βέρνη που κατέληξε σε ένα είδος "modus vivendi". Το σχετικό Πρακτικό που υπογράφηκε στην Βέρνη την 11-11-1976 καθόριζε ένα κώδικα συμπεριφοράς που θα έπρεπε να διέπει μελλοντικές διαπραγματεύσεις για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου.

Ουσιαστικό όμως αποτέλεσμα δεν υπήρξε και η εκκρεμότητα συνεχίστηκε με αντεγκλήσεις ως τον Μάρτιο του 1987, οπότε η κρίση έφθασε στα όρια ένοπλης αντιπαράθεσης όταν το Sismik-1, συνοδευόμενο από τουρκικά πολεμικά, άρχισε την κάθοδό του στο Αιγαίο, προκειμένου να πραγματοποιήσει έρευνες έξω από την αιγιαλίτιδα ζώνη ελληνικών νήσων.

Τότε έγινε ανταλλαγή σχετικών μηνυμάτων του Έλληνα και Τούρκου Πρωθυπουργού και δόθηκε στην Ελλάδα η ευκαιρία να διατυπώσει και πάλι την πάγια θέση της για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, στην οποία εμμένει μέχρι σήμερα.


Β. Αιγιαλίτις Ζώνη


Η ένταση που προκαλεί η Τουρκία στο Αιγαίο δεν αφορά μόνο την υφαλοκρηπίδα αλλά και την αιγιαλίτιδα ζώνη. Η αιγιαλίτιδα ζώνη, όσον αφορά τα χωρικά ύδατα, καθιερώθηκε το 1936 και εκτείνεται σε 6 ν.μ. Όσον δε αφορά τον εναέριο χώρο για θέματα αεροπορίας και αστυνομεύσεως του καθιερώθηκε το 1931 κι έχει πλάτος 10 ν.μ.

(α) Ως προς την αιγιαλίτιδα ζώνη, η Τουρκία, εξ αφορμής της πρόσφατης θέσεως σε ισχύ της Συμβάσεως των Η.Ε. για το Δίκαιο της Θαλάσσης, ανανέωσε σε υψηλούς τόνους την απειλή της περί θεωρήσεως ως "casus belli" ενδεχόμενης επέκτασης της ελληνικής αιγιαλίτιδος ζώνης σε 12 ν.μ.

Το δικαίωμα αυτό ασκείται ήδη, από πολλά κράτη, συμπεριλαμβανομένης και της Τουρκίας, η οποία από ετών (1964) αύξησε τα χωρικά της ύδατα στον Εύξεινο και την Μεσόγειο σε 12 ν.μ. Με ευκαιρία την κύρωση της Διεθνούς Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας από την χώρα μας στις 31 Μαίου 1995, η Τουρκική Εθνοσυνέλευση εξέδωσε ψήφισμα στις 8 Ιουνίου 1995, με το οποίο εκχωρεί στην Τουρκική Κυβέρνηση όλες τις αρμοδιότητες, συμπεριλαμβανομένων και στρατιωτικών, για την διατήρηση και υπεράσπιση των "ζωτικών συμφερόντων" της Τουρκίας. Η Τουρκική αυτή απειλή χρήσης βίας παραβιάζει το άρθρο 2 παρ. 4 του Χάρτου των Ην. Εθνών, που απαγορεύει στα κράτη μέλη την απειλή ή την χρήση βίας στις διεθνείς σχέσεις.

Η παράνομη αυτή ενέργεια του Τουρκικού Κοινοβουλίου καταγγέλθηκε διεθνώς από τη χώρα μας, ο δε Μ.Α. μας στον ΟΗΕ επέδωσε σχετική επιστολή από 9-6-1995 στον Γ.Γ. των Η.Ε. Ο Τούρκος Μ.Α. σε επιστολή του της 23-6-1995 υιοθέτησε και υποστήριξε εκ μέρους της κυβερνήσεώς του, το περιεχόμενο του ψηφίσματος.

Θέση της Ελλάδας είναι ότι η επέκταση των χωρικών υδάτων της μέχρι 12 ν.μ. αποτελεί κυριαρχικό δικαίωμά της σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, προτίθεται δε να το ασκήσει όταν τούτο κριθεί σκόπιμο.

(β) Ως προς την αιγιαλίτιδα ζώνη για θέματα αεροπορίας και αστυνομεύσεως του εναερίου χώρου πρέπει να σημειωθεί ότι η Τουρκία, ενώ μέχρι του 1975 την αναγνώριζε και την εσέβετο, έκτοτε δεν την αναγνωρίζει και δεν θεωρεί ότι τα πολεμικά της αεροσκάφη που ίπτανται στον μεταξύ των 6 και 10 ν.μ. εναέριο χώρο, προβαίνουν σε παραβιάσεις, απαντώντας στερεότυπα κατ'αυτόν τον τρόπο σε κάθε ελληνική διαμαρτυρία.

Η Ελλάδα προβαίνει σε αναχαιτίσεις των τουρκικών αεροσκαφών, αλλά κατά την τελευταία τριετία οι παραβιάσεις συνεχώς αυξάνονται, όχι μόνον εντός των 10 ν.μ., αλλά συχνότατα και σε απόσταση κοντινότερη των 6 ν.μ., πολλάκις δε και άνωθεν ελληνικών νήσων.


Γ. Το FIR Αθηνών


Την 7 Δεκεμβρίου 1944 υπογράφηκε στο Σικάγο η Σύμβαση περί Διεθνούς Πολιτικής Αεροπορίας, που προέβλεπε την ίδρυση ενός Διεθνούς Οργανισμού Πολιτικής Αεροπορίας (ICAO). Το ICAO οριοθέτησε τα όρια ευθύνης για τον έλεγχο του εναερίου χώρου στις χώρες μέλη του (FIR). Το FIR Αθηνών οριοθετήθηκε στα πλαίσια των περιοχικών συνδιασκέψεων αεροναυτιλίας Ευρώπης των ετών 1950, 1952 και 1958. Η Τουρκία ήταν παρούσα και αποδέχθηκε τον καθορισμό του εναέριου χώρου για τον οποίο υπεύθυνη ορίστηκε η Ελλάδα. Το FIR Αθηνών καλύπτει ολόκληρο τον ελληνικό εθνικό εναέριο χώρο και επιπλέον διάσπαρτα τμήματα του διεθνούς εναερίου χώρου. Σύμφωνα με του κανόνες και την διεθνή πρακτική του ICAO όλα τα αεροσκάφη, πολιτικά και στρατιωτικά, πρέπει να υποβάλουν σχέδια πτήσεως πριν από την είσοδό τους στα όρια του FIR.

Παρά ταύτα τον Αύγουστο του 1974 η Τουρκία αυθαίρετα εξέδωσε την ΝΟΤΑΜ 714 με την οποία προσπαθούσε να επεκτείνει τον χώρο της δικαιοδοσίας της μέχρι το μέσο του Αιγαίου εντός του FIR Αθηνών. Η Ελλάδα τότε κήρυξε το Αιγαίο επικίνδυνη περιοχή (NOTAM 1157). Το ICAO, για να τερματίσει την αναστάτωση, απηύθυνε έκκληση και στις δύο πλευρές χωρίς επιτυχία. Τέλος η Άγκυρα το 1980 και πάλι μονομερώς ανακάλεσε την ΝΟΤΑΜ 714 όταν διαπίστωσε ότι το μέτρο έβλαπτε τα συμφέροντά της και ιδίως τον τουρισμό της.

Ωστόσο η Τουρκία παραβιάζει επανειλημμένα το FIR Αθηνών με τα πολεμικά αεροσκάφη της με το επιχείρημα ότι η Σύμβαση του Σικάγου δεν αφορά τα πολεμικά αεροσκάφη.

Η ελληνική θέση επ'αυτού είναι ότι όχι μόνο για λόγους εφαρμογής των κανόνων και αποφάσεων του ICAO αλλά και για λόγους ασφαλείας της διεθνούς αεροπλοίας η Τουρκία οφείλει να υποβάλλει σχέδια πτήσεως. Η Τουρκία όμως, υποβάλλει σχέδια πτήσεως μόνο για όσα πολεμικά αεροσκάφη της υπερίπτανται του ελληνικού εναερίου χώρου πέραν των 6 ν.μ. Η Πολεμική μας Αεροπορία αναχαιτίζει κάθε αεροσκάφος ξένης εθνικότητος που εισέρχεται στο FIR Αθηνών χωρίς άδεια.


Δ. SAR στο FIR Αθηνών


Η ελληνική περιοχή έρευνας και διάσωσης σε περίπτωση αεροπορικού ατυχήματος (SAR), που συμπίπτει με την περιοχή του FIR Αθηνών, έχει καθορισθεί εδώ και δεκαετίες σύμφωνα με το οικείο Παράρτημα (Annex) της Σύμβασης του Σικάγου του 1944 για την Πολιτική Αεροπορία (ICAO).

Όσον αφορά τα ναυτικά ατυχήματα το θέμα ρυθμίζεται από την διεθνή Σύμβαση του Αμβούργου του 1979 για την ναυτική έρευνα και διάσωση. Η χώρα μας έχει κυρώσει την σύμβαση αυτή και με την ευκαιρία της κυρώσεως είχε διατυπώσει μια επιφύλαξη ότι θα ασκεί ναυτική έρευνα και διάσωση σ'όλο τον χώρο του FIR. Τούτο αντικατοπτρίζει την γεωγραφική και πολιτική πραγματικότητα στην περιοχή και επιτρέπει την πλέον αποτελεσματική παροχή υπηρεσιών για την σωτηρία της ανθρώπινης ζωής.

Η Τουρκία από την πλευρά της, εν είδη αντιπερισπασμού, δημοσίευσε στις 7-1-1989 στην Τουρκική Εφημερίδα της Κυβερνήσεως "Κανονισμό Τουρκικής Ερεύνης και Διασώσεως" με τον οποίο οριοθέτησε αυθαιρέτως ως ζώνη ευθύνης της SAR για αεροπορικά αλλά και ναυτικά ατυχήματα, ένα τμήμα της Μαύρης Θάλασσας, το ήμισυ του Αιγαίου και μέρος της Ανατολικής Μεσογείου που περιλαμβάνει και την κατεχόμενη Κύπρο.

Είναι προφανείς οι στόχοι της Τουρκίας, ιδιαίτερα όσον αφορά το ήμισυ του Αιγαίου.
Πάντως στις 7-4-1989 το ICAO διαβεβαίωσε την Ελλάδα ότι οι ευθύνες της Ελλάδος και της Τουρκίας σχετικά με την αεροναυτική διάσωση και έρευνα παραμένουν αμετάβλητες ως έχουν ορισθεί και συμφωνηθεί.


Ε. Τουρκική αξίωση για αποστρατιωτικοποίηση των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου.


Η Τουρκία είναι η μόνη χώρα που ζητά την αποστρατιωτικοποίηση των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου, χωρίς καμία διάκριση. Άλλ' όμως ασφαλώς γνωρίζει ότι:
(α) Για άλλα από αυτά (Λήμνος - Σαμοθράκη) η στρατιωτικοποίηση έχει επιτραπεί με διεθνές συμβατικό κείμενο (Σύμβαση Μοntreux 1936) και μάλιστα έχει τύχει και της ρητής και επανειλημμένης τουρκικής εγκρίσεως (δήλωση Τούρκου τότε ΥΠΕΞ Rusdi Αras στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση 31.7.1936, επιστολή του Τούρκου τότε Πρέσβυ προς την ελληνική κυβέρνηση 6.5.1936, μνημόνιο της τουρκικής κυβερνήσεως προς τις αντίστοιχες της Αγγλίας και Γαλλίας 12.6.1936).

(β) Για άλλα (Λέσβος - Χίος - Σάμος - Ικαρία) δεν προβλέπεται από την Συνθήκη της Λωζάνης (1923) πλήρης αποστρατιωτικοποίηση, κάτι το οποίο προσπαθεί η Τουρκία να παρουσιάσει. Αντίθετα προβλέπεται αριθμός στρατιωτικών δυνάμεων, τις οποίες η Ελλάδα και διαθέτει, υπό το φως μάλιστα της ανάγκης προστασίας των ανατολικών συνόρων της.

Η νομική βάση που επικαλείται η Ελλάδα για την στρατιωτικοποίηση των νήσων είναι το δικαίωμα νομίμου αμύνης (άρθρο 51 του Χάρτη των Η.Ε.). Η δε άσκηση του δικαιώματος αυτού είναι και νόμιμη και επιτακτική,

(γ) Για τους ιδίους ως άνω πραγματικούς λόγους υφίστανται στα Δωδεκάνησα ορισμένες δυνάμεις εθνοφυλακής και έχουν δηλωθεί σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις της CFE.

Η νόμιμη άμυνα, ως ένα από τα σπουδαιότερα δικαιώματα της διεθνούς έννομης τάξεως έχει χαρακτήρα jus cogens, δηλαδή αναγκαστικού δικαίου, και με την ιδιότητα αυτή έχει αυξημένη νομική ισχύ και υπερισχύει όλων των άλλων διεθνών κανόνων. Ήδη με το άρθρο 103 του Χάρτη των Ην. Εθνών, το δικαίωμα νομίμου αμύνης που περιέχεται σ'αυτόν (άρθρο 51) παραμερίζει κάθε αντίθετη συμβατική δέσμευση.

Εξ άλλου περιοχές με το ίδιο καθεστώς της Δωδεκανήσου (όπως Pantellaria και Καρελία) αποδεσμεύτηκαν ύστερα από μονομερείς ενέργειες των ενδιαφερομένων κρατών (Ιταλίας-Φινλανδία).


ΣΤ. Τουρκικός Κανονισμός ναυσιπλοίας στα Στενά.


Η Τουρκία έχει αρχίσει να εφαρμόζει από 1ης Ιουλίου 1994 εθνικό Κανονισμό, με τον οποίο επιχειρεί να ρυθμίζει την ναυσιπλοία στα Στενά. Το καθεστώς διελεύσεως όμως από τα Στενά ρυθμίζεται από την Σύμβαση του Montreux του 1936, η οποία δεν δύναται να υποκατασταθεί από την εσωτερική νομοθεσία ενός κράτους. Ο Κανονισμός αυτός, μάλιστα, παραβιάζει την Σύμβαση του Montreux, το Διεθνές Δίκαιο, αλλά και τις Συστάσεις του ΙΜΟ του Μαίου 1994, με τις οποίες, παρά την σχετική δέσμευση που ανέλαβε, η Τουρκία δεν έχει εναρμονίσει τον Κανονισμό της.

Εάν η Τουρκία επικαλείται προβλήματα προστασίας του περιβάλλοντος στην περιοχή, λόγω της αυξημένης ναυσιπλοίας στα Στενά, θα έπρεπε να φέρει το θέμα προς συζήτηση στον ΙΜΟ και να ζητήσει από την διεθνή κοινότητα την λήψη των καταλλήλων μέτρων, και όχι να προβεί σε απόπειρα μονομερούς ανατροπής της Σύμβασης του Μοntreux. Προς την κατεύθυνση αυτή εκφράσθηκε και η Νομική Επιτροπή του ΙΜΟ, κατά την σύνοδό της τον παρελθόντα Οκτώβριο.

Στη συνέχεια, η Τουρκία αντί να προβεί σε τροποποίηση του Κανονισμού, εξέδωσε Οδηγίες εφαρμογής του, αλλά οι οδηγίες αυτές, όπως και στον τίτλο τους αναφέρεται, σκοπούν στην εφαρμογή και όχι στην προσαρμογή του ως άνω Κανονισμού στην Σύμβαση του Montreux.

Κατά την πρόσφατη συνοδό της, η Επιτροπή Ασφαλείας Ναυσιπλοίας (MSC 65) του ΙΜΟ, 9-17 Μαίου, υιοθέτησε την ακόλουθη σύνοψη συμπερασμάτων του Προέδρου της:

(α) Αναφέρθηκε στην SN/Circular 166, σύμφωνα με την οποία οι Κανόνες και οι Συστάσεις του ΙΜΟ που θεσπίστηκαν αποσκοπούν στην ασφάλεια της ναυσιπλοίας και στην προστασία του περιβάλλοντος και δεν επηρεάζουν τα δικαιώματα των πλοίων που διαπλέουν τα Στενά, όπως απορρέουν ταύτα από το Διεθνές Δίκαιο, περιλαμβανομένων της Διεθνούς Συμβάσεως για το Δίκαιο της Θαλάσσης του 1982 και της Σύμβασης του Montreux του 1936, και ότι ο Κανονισμός θα πρέπει να είναι πλήρως εναρμονισμένος με τους Κανόνες και Συστάσεις του ΙΜΟ.

(β) Συνέστησε στις Κυβερνήσεις και Διεθνείς Οργανισμούς, εάν προκύπτουν θέματα τεχνικής φύσεως κατά την ναυσιπλοία στα Στενά, να απευθύνονται στην Υποεπιτροπή Ασφαλείας Ναυσιπλοίας (NAV) του ΙΜΟ, η οποία είναι και το αρμόδιο Όργανο για την αντιμετώπισή τους.

(γ) Δήλωσε ότι τα πλοία που διαπλέουν τα Στενά οφείλουν να τηρούν τους Κανόνες και Συστάσεις του ΙΜΟ και τους Κανόνες του Διεθνούς Δικαίου.

Η 19η Σύνοδος της Ολομελείας του ΙΜΟ (Νοέμβριος 1995) υιοθέτησε τους κανόνες και συστάσεις για την ναυσιπλοία στα Στενά που θεσπίστηκαν στην MSC 63. Επιβεβαίωσε ότι οι παραπάνω κανόνες και συστάσεις αποσκοπούν στην προστασία της ναυσιπλοίας και του περιβάλλοντος στα Στενά και δεν επηρεάζουν με κανένα τρόπο τα δικαιώματα των πλοίων που πηγάζουν από το Διεθνές Δίκαιο, συμπεριλαμβανομένης της Νέας Συμβάσεως για το Δίκαιο της Θαλάσσης του 1982 και της Συμβάσεως του Montreux του 1936 και ότι ο Τουρκικός Κανονισμός θα πρέπει να είναι σε πλήρη συμφωνία με τα ανωτέρω.

Στις τελικές αποφάσεις συμπεριλήφθη, κατόπιν Ρωσικής πρωτοβουλίας, η ανάθεση της εποπτείας του θέματος του Τουρκικού Κανονισμού στην Επιτροπή Ναυτικής Ασφαλείας. Η Τουρκία δήλωσε ότι η διαχωρίζει την θέση της από την απόφαση αυτή.


HELLENIC MFA: [Home] [About the MFA] [Foreign Policy] [What's New] [Consular Section] [About Greece] [Press] [Hellenes Abroad] [Business and Economy] [Greek Fonts] [USA-Mirror] [Feedback]