Συνέντευξη της Αναπληρωτού Υπουργού Εξωτερικών κας Ελισάβετ Παπαζώη στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων και στον δημοσιογράφο Κώστα Ιορδανίδη (9.6.2000)
Είναι σαφές ότι μία διαδικασία που διαιωνίζεται, χωρίς να αναβαθμίζεται και να δημιουργεί «συγκεκριμένα» αποτελέσματα, εγείρει αμφιβολίες για τη σκοπιμότητά της.
Η Ελληνική Κυβέρνηση συμμερίζεται τη δήλωση του Προέδρου Κληρίδη, ότι θα πρέπει να υπάρξει ουσιαστική πρόοδος μέχρι το Φθινόπωρο.
Καταγράφεται βέβαια αρνητικά η ανελαστικότητα και η κωλυσιεργία της Τ/Κ πλευράς. Δεν είναι όμως κάτι καινούργιο, κάτι στο οποίο δεν είμαστε συνηθισμένοι.
Από την άλλη πλευρά πρέπει να επισημανθεί ότι οι εκ του σύνεγγυς συνομιλίες είναι χρήσιμες στο βαθμό που οι δύο πλευρές καταγράφουν τις θέσεις τους, τα δε Ηνωμένα Έθνη μπορούν να αξιοποιήσουν τις συνομιλίες αυτές προκειμένου να προχωρήσουν εν συνεχεία σε μια ουσιαστική διαπραγμάτευση. Παρά λοιπόν τη διάσταση του χρόνου, το κρίσιμο ζήτημα παραμένει η δυνατότητα αξιοποίησης των εκ του σύνεγγυς συνομιλιών για την ουσιαστική και συνολική διαπραγμάτευση.
Ας σημειωθεί εδώ και η συγκυρία στα πλαίσια της οποίας πραγματοποιούνται οι εκ του σύνεγγυς συνομιλίες. Το ενδιαφέρον της ΕΕ, της ομάδας G8, και της αμερικανικής πλευράς δημιουργούν νέα δεδομένα, η σημασία των οποίων δεν μπορεί να παραγνωρισθεί από την Τ/Κ πλευρά.
Αυτό που αποκαλείται «εμπάργκο» στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε περισσότερο από την εφαρμογή των Κανόνων του Διεθνούς Δικαίου (εμπορικές, οικονομικές κλπ πτυχές του), ως συνέπεια της εισβολής και κατοχής του βόρειου τμήματος της Κύπρου.
Επισημαίνω ότι το πλαίσιο των εκ του σύνεγγυς συνομιλιών είναι καθορισμένο από τα ΗΕ και οι συνομιλίες γίνονται χωρίς προϋποθέσεις. Ούτε έχει και ούτε θα μπορούσε να καταγραφεί συγκεκριμένη πρόταση άρσης του λεγόμενου «εμπάργκο», προκειμένου η Τ/Κ πλευρά να προσέλθει στις συνομιλίες. Σταθερός στόχος παραμένει η συνολική διαπραγμάτευση για μια λύση στο σύνολο των πτυχών και στα 4 βασικά σημεία του προβλήματος, στο συνταγματικό, στο εδαφικό, στα θέματα ασφάλειας, στο ζήτημα των προσφύγων-περιουσιών.
Δεν υπάρχει δυνατότητα ούτε θεσμική ούτε πολιτική για χωριστή διαπραγμάτευση της Ε. Επιτροπής με την Τ/Κ πλευρά.
Η ίδια η Ε. Επιτροπή έχει τονίσει σε πολλές ευκαιρίες, όπως προβλέπεται άλλωστε και από τα διεθνή και κοινοτικά κείμενα, ότι ο μόνος επίσημος και αναγνωρισμένος συνομιλητής της ΕΕ είναι η Δημοκρατία της Κύπρου, με την οποία διεξάγονται οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις.
Στο σημείο αυτό δεν νομίζω ότι χρειάζεται να υπενθυμίσω την πρόταση Κληρίδη για συμμετοχή των τουρκοκυπρίων στη ενιαία επίσημη διαπραγματευτική ομάδα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η πρόσκληση αυτή, η οποία παραμένει σε ισχύ, χαρακτηρίσθηκε από τους κοινοτικούς μας εταίρους ως ουσιαστική και γενναιόδωρη. Είναι λυπηρό που η Τ/Κ πλευρά αρνήθηκε μέχρι σήμερα να την αποδεχθεί.
Η Κύπρος βρίσκεται επικεφαλής των συνυποψηφίων της χωρών της ομάδας του Λουξεμβούργου από την άποψη της προόδου που έχει επιτελέσει μέχρι τώρα στην προσέγγισή της με το «κοινοτικό κεκτημένο».
Το γεγονός όμως αυτό δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε εφησυχασμό. Απαιτείται η συνέχιση και η εντατικοποίηση των προσπαθειών για την ταχύτερη ενσωμάτωση και εφαρμογή του «κεκτημένου», ώστε να συνεχίσει η Κύπρος να ευρίσκεται στην πρωτοπορία μεταξύ των συνυποψηφίων της.
Τονίζω εδώ τη διαρκή επαφή και συνεργασία των Κυβερνήσεων Ελλάδας και Κύπρου για την απρόσκοπτη ενταξιακή πορεία της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Θεωρούμε μείζονος πολιτικής σημασίας και καταλυτικό το ρόλο που η ΕΕ μπορεί να διαδραματίσει στην επαναπροσέγγιση των δύο κοινοτήτων.
Ζητούμε από την ΕΕ να έρθει αρωγός στη διαδικασία αλληλογνωριμίας και επαφών ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων. Μην ξεχνούμε ότι εδώ και 26 χρόνια οι δύο κοινότητες ζουν μακριά η μια από την άλλη. Το μεγάλο κέρδος από τις επαφές θα είναι η ουσιαστική τους γνωριμία - ιδιαίτερα της νέας γενιάς-, μια γνωριμία που θα επιτρέψει κοινωνικές οσμώσεις ανάμεσα στους νέους, στις γυναίκες, σε ομάδες όπως οι δημοσιογράφοι.
Επιθυμούμε να καταστήσουμε σαφές προς την Τ/Κ πλευρά πως η ευρωπαϊκή προοπτική της Κύπρου είναι προς το συμφέρον της. Θέλουμε να στείλουμε το μήνυμα στην Τ/Κ πλευρά - και στο σημείο αυτό είναι πολύτιμος ο ρόλος της ΕΕ - πως η ενταξιακή πορεία της Κύπρου και η ενσωμάτωση του κοινοτικού κεκτημένου στο νησί θα σημάνει και για τους τουρκοκυπρίους εγγύηση της ασφάλειάς τους, εγγύηση της πολιτισμικής ιδιαιτερότητάς τους αλλά και σοβαρά οικονομικά και αναπτυξιακά πλεονεκτήματα.
Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι και στις πρόσφατες ψευδοεκλογές στα κατεχόμενα, οι σχέσεις με την ΕΕ, η ενταξιακή προοπτική της Κύπρου αλλά και η συμμετοχή της Τ/Κ πλευράς στην ενταξιακή διαδικασία υπήρξαν κυρίαρχο θέμα.
Η συμβολή της Ε.Ε. πρακτικά θα υλοποιηθεί μέσω της εφαρμογής δικοινοτικών προγραμμάτων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 4 του προενταξιακού χρηματοδοτικού κανονισμού για την Κύπρο και την Μάλτα.
Πρόκειται για δράσεις που στοχεύουν στη συμφιλίωση των δύο κοινοτήτων της Κύπρου, η εφαρμογή των οποίων θα εξυπηρετήσει την υλοποίηση της πρόβλεψης των συμπερασμάτων του «Ευρωπαϊκού Συμβουλίου» του Λουξεμβούργου, ότι δηλαδή η προσχώρηση της Κύπρου θα πρέπει να ωφελήσει και τις δύο κοινότητες και να συνεισφέρει στην ειρήνευση και στη συμφιλίωση.
Από τα δικοινοτικά προγράμματα, συμφωνήθηκε πρόσφατα να χρηματοδοτηθεί φέτος το πρόγραμμα «Nicosia Master Plan» (ή «Revitalisation of Nicosia») με ποσό 3 εκατ. Ευρώ, το οποίο θα κατανεμηθεί εξ ημισείας στην Ε/Κ και Τ/Κ πλευρά. Το πρόγραμμα αυτό χρηματοδοτείται από ετών από άλλες μη κοινοτικές πηγές.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, η Ε. Επιτροπή έχει αντιληφθεί σαφώς ότι οι χρηματοδοτήσεις προγραμμάτων στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου, καθώς και η ενημέρωση επί κοινοτικών θεμάτων δεν θα πρέπει με κανένα τρόπο να οδηγήσουν σε παρερμηνείες ως προς την αναγνώριση του «ψευδοκράτους» η «πραγματικοτήτων» από την «Ευρωπαϊκή Ένωση», ούτε και μπορεί να αναιρεθεί στο θέμα αυτό ο ρόλος της νόμιμης κυβέρνησης της Δημοκρατίας της Κύπρου.