ΣΤΑΣΕΙΣ (15-12-99)

Συνταγές

Φώτα, θόρυβος, μουσικές ανάκατες, διαφημιστική κραιπάλη. Εν όψει των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς, του μιλένιουμ - πάντα «εν όψει» την ξοδεύουμε άλλωστε τη ζωή μας. Ολο και πιο νωρίς εγκαθίσταται κάθε χρόνο το προεόρτιο κλίμα, για να εκβιάσει ένα χαμόγελο που πρέπει να είναι ώριμο για να 'ναι ωραίο, όπως ακριβώς ορίζει η λέξη. Φέτος, δεν είχε μπει καλά καλά ο Δεκέμβρης και τα λαμπιόνια έσπευσαν να προβάλουν το λιγοστό φως τους -και να απορροφηθούν από το δεσπόζον γκρίζο-, έσπευσαν να προσφέρουν σε απρόθυμους διαβάτες μια προκαταβολή της εθιμικά αναμενόμενης ευδαιμονίας. Φαίνεται πως όσο πιο πολύ δυσκολευόμαστε να σπάσουμε το κουκούτσι των γιορτών, να απολαύσουμε τον ορισμένο πυρήνα τους, τόσο περισσότερο διευρύνουμε τον υποχρεωτικά πανηγυρικό χρόνο. Αν έκρινε κανείς από τον όγκο και την επιθετικότητα των «οδηγών διασκέδασης», οι οποίοι βλέπουν το φως σε περιοδικά, εφημερίδες, ραδιόφωνα και κανάλια, θα έφτανε στο οχληρό συμπέρασμα ότι έχουμε ξεμάθει να γιορτάζουμε και να χαιρόμαστε τον ελευθερωμένο χρόνο μας, ότι χρειαζόμαστε καθοδήγηση ακόμη και για το πιο ζωτικό, το πιο αναγκαίο, εκείνο που μόνο ως αυθόρμητο μπορεί να υπάρξει. «Τι να φάτε τα Χριστούγεννα», «πού, πώς και πόσο να αδυνατίσετε για να μπορέσετε να φάτε και την Πρωτοχρονιά», «σε ποιο ρεβεγιόν θα βρεθεί ο καλός κόσμος», «με ποιους στην παρέα σας θα πάνε μια χαρά τα πράγματα», «πού να ταξιδέψετε», «πόσα μελομακάρονα και κουραμπιέδες δικαιούται η όρεξή σας», «πώς να ντυθείτε», «πώς να πιείτε», «πώς να χτενιστείτε»... Πώς να ζήσετε. Πώς οφείλουμε να ζήσουμε ώστε να είμαστε σύμφωνοι με τις συνταγές των Ευρωπαιοσύρων μάγων του «εορταστικού πνεύματος» και να μη νιώσουμε έξω από τα πράγματα, καθηλωμένοι σε μια χιλιετία από την οποία πρέπει να δραπετεύσουμε το δυνατόν συντομότερα. Σαν νήπια που τα παίρνει κανείς από το χεράκι, στράτα-στρατούλα, χαρά-χαρούλα... Η γκρίνια θα περίττευε αν όλες αυτές οι σκηνοθεσίες έπεφταν στο βρόντο, αν δεν έβρισκαν προθυμότατο ακροατήριο, ή μάλλον ηθοποιούς προθυμότατους να δράσουν κατά τους ορισμούς των αυτοκλήτων ειδημόνων. Αλλ' όχι. Οι «οδηγοί βίου», τα «συνταγολόγια ευτυχίας» και οι κανόνες καθωσπρεπισμού βρίσκουν καλό πελάτη την ίδια μας την αμηχανία, το μιμητισμό μας, τον καταναλωτισμό μας, την αγωνία μας μην και βρεθούμε έξω από το «κλίμα». Φορτωμένοι πιστωτικές κάρτες, ορμάμε στα μαγαζιά για να επιβεβαιωθούμε μέσα από τις αγορές. Και πολεμάμε να αρνηθούμε τη στυφή γεύση που έχει νικήσει τη γλώσσα μας.

Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ