ΣΧΟΛΙΟ Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ (05-10-99)

Μύθοι και αλήθειες

Παιδιά της Γης οι Γίγαντες, καθώς δηλώνει και το όνομά τους, εκίνησαν την πτέρνα κατά της θεϊκής τάξεως και, διεκδικώντας την ουράνια εξουσία, επιζήτησαν να καταλύσουν την αρμονία και να εγκαταστήσουν στη θέση του ηγεμόνα τον σάλαγο, την εκτροπή, την αστάθεια, την ακρότητα με την οποία φανερώνει η φύση την παντοδυναμία της. Η μυθολογία, σαν κιβωτός της καταφανούς ή έντεχνα σκιασμένης γνώσης, ευστόχησε ιδιαίτερα όταν επέλεξε να εκθειάσει την Αθηνά ως εκείνη που κατανίκησε τον Εγκέλαδο. Τον γίγαντα, το όνομα του οποίου μνημονεύει και «αναπαριστά» τη βοή που έρχεται με το σεισμό από τα έγκατα της γης, δεν τον καταπλάκωσε με τη Σικελία ο Ποσειδώνας ας πούμε ή ο Δίας, αλλά η θεά της σοφίας. Μολαταύτα, παρά την αρχαία διδαχή αλλά και τη δική μας πικρή πείρα, η σοφία μάλλον δεν περισσεύει στη σχέση μας με το σεισμό. Ασήμαντη η πρόληψη (όπως αποδεικνύει με εφιαλτική ενάργεια η τάση μας να χτίζουμε ακόμη και επί ρηγμάτων), άτσαλη και σπασμωδική η αντιμετώπιση των καταστροφών (με υπουργούς να ερίζουν επί των ερειπίων), ακατάσχετη δε και ελαφρότατη η σεισμική παραφιλολογία, τα ρίχτερ της οποίας αποδεικνύονται εξίσου φθοροποιά -ψυχικά και κοινωνικά- με τις υποχθόνιες δονήσεις. Τυπικά, το Σαββατοκύριακο του πανικού εξέπνευσε. Αλλά, με τέτοια υποχώρηση της ψύχραιμης σκέψης, με τόσο οξύθυμη και άγαρμπα προσωποποιημένη την αντιπαράθεση των επιστημόνων, με τόσο αχαλίνωτη την εγκελαδική δράση ουκ ολίγων δημοσιογραφούντων και τόσο πρόσφορους εμάς, ο φόβος παραμένει μπροστά και όχι πίσω μας, εφόσον μπροστά μας θα βρίσκονται πάντοτε οι καλλιεργητές του. Θα ακούσουμε πολλές ακόμη «αποκλειστικές συνεντεύξεις» με προφήτες σεισμών (με τη σκιά τους μάλλον), που θα αναμοχλεύουν και θα αναπαράγουν τον ίδιο τρόμο, ερήμην οποιουδήποτε στοιχείου. Και θα δούμε πάμπολλα «απόρρητα σήματα» ακόμη (τίποτε πιο δημόσιο, τελικά, από το «απόρρητο»), που η αλαζονική αμάθειά μας θα τα ερμηνεύει κατά το δοκούν και κατά το σκόπιμο. Ο λόγος του Αποστόλου Παύλου, «επί στόματος δύο μαρτύρων και τριών σταθήσεται παν ρήμα», εύληπτος κατά τα άλλα, θα μείνει αμετάφραστος στη γλώσσα της παραφοράς και της καψυποψίας που επικρατεί τόσο στις ενδοεπιστημονικές έριδες όσο και στη δημόσια αξιοποίησή τους από τους αυτοπαρουσιαζόμενους σαν «εκφραστές της κοινής γνώμης»: Θα μας αρκεί πάντοτε η ισχυρογνωμοσύνη μας, που θα εξισώνεται με επαληθευμένο γεγονός.