ΔΙΕΘΝΕΣ ΒΗΜΑ (16-09-99)

Τιμόρ και Αυστραλία

Καμιά χώρα δεν είναι σημαντικότερη από την Ινδονησία για την Αυστραλία, είχε δηλώσει ο Πολ Κίτινγκ αμέσως μετά την εκλογή του στην πρωθυπουργία το 1992. Η ανταλλαγή επισκέψεων κυβερνητικών στελεχών, η στρατιωτική συνεργασία και η αύξηση των εμπορικών συναλλαγών ανάμεσα στις δύο χώρες επαλήθευσαν τη ρητορεία σε σημείο που η Αυστραλία να ηγείται σήμερα των προσπαθειών για τη διευθέτηση της κρίσης στο Ανατολικό Τιμόρ. Είναι άλλωστε η χώρα που έχει τα περισσότερα να χάσει από μια αποτυχία. Οι στενές σχέσεις που άρχισαν να αναπτύσσονται στις αρχές της δεκαετίας του '90, υπήρξαν το επιστέγασμα της εξωτερικής πολιτικής της Αυστραλίας, όπως αυτή σκιαγραφήθηκε πριν από 30 χρόνια όταν η χώρα αποκόπηκε από την εξάρτησή της από τις ΗΠΑ. Μήπως όμως η οικοδόμηση σχέσεων με ένα αναμφίβολα διεφθαρμένο και καταπιεστικό καθεστώς ήταν ένα ηθικό και πρακτικό σφάλμα; Το Ανατολικό Τιμορ αποτελεί τη δραματική εικόνα της ηθικής πλευράς της εξωτερικής πολιτικής της Αυστραλίας, η οποία στην αρχή σκότωνε τους Ασιάτες (Ιάπωνες στον Β‹ Παγκόσμιο Πόλεμο και αργότερα, στο όνομα του αντικομμουνισμού, Κορεάτες, Βιετναμέζους και Κινέζους της Μαλαισίας), για να τους αγκαλιάσει αργότερα. Η στροφή της ήταν προφανώς προτιμότερη από την εχθρότητα, αλλά πόση ανοχή πρέπει να χρειάστηκε για να κοιτά κάθε φορά από την άλλη πλευρά; Και αυτό είναι το δίλημμα το οποίο τόσο τραγικά διατυπώνεται σήμερα στο Ανατολικό Τιμόρ. Η αλλαγή των σχέσεων της Αυστραλίας με τις άλλες ασιατικές χώρες από την ανακήρυξή της σε ομοσπονδία στις αρχές του αιώνα, μοιάζει με τις αλλαγές στο σχεδιασμό ενός χάρτη. Ο πρώτος χάρτης αφορά τη γνωστή γεωγραφική προβολή βορρά-νότου, στην οποία η βαρύτητα «ρουφά» τις ασιατικές μάζες μέσα σε μια άδεια ήπειρο. Ηταν οι μέρες του κίτρινου κινδύνου. Στα μεταπολεμικά χρόνια, το επίκεντρο μετατοπίστηκε ξανά στην Κίνα, ύστερα από την κατάληψη της εξουσίας από τους κομμουνιστές, αλλά το αίσθημα της απειλής παρέμεινε το ίδιο: η Αυστραλία ήταν το τελευταίο κομμάτι του ντόμινο που θα έπεφτε όταν οι κομμουνιστές θα νικούσαν στον πόλεμο για την κυριαρχία της Νοτιοανατολικής Ασίας. Ο Τζεφ Γουίτλαμ ήταν αυτός που, στη δεκαετία του '70, εγκατέλειψε οριστικά αυτήν την παρανοϊκή θέση και διαμόρφωσε την εξωτερική πολιτική σε νέες βάσεις. Απομάκρυνε τις στρατιωτικές δυνάμεις από το Βιετνάμ, απέρριψε το αντικομμουνιστικό Σύμφωνο Ασφάλειας της Νοτιοανατολικής Ασίας, άρχισε την προσέγγιση με την Κίνα και άλλαξε τη μεταναστευτική πολιτική, επιτρέποντας στους Ασιάτες την είσοδο στη χώρα του. Η πορεία του πολέμου στο Βιετνάμ για τους Αμερικανούς και η προσέγγιση ΗΠΑ Κίνας, δεν καθιστούν τόσο ριζοσπαστικές τις κινήσεις του Γουίτλαμ. Η πολιτική της χώρας, όμως μετά την αποχώρησή του, εξακολούθησε να έχει αντικομμουνιστικό χαρακτήρα, επικεντρωμένο τώρα στην ΕΣΣΔ και τους συμμάχους της στην Ασία. Οταν ο ψυχρός πόλεμος άρχισε να φθίνει στα τέλη της δεκαετίας του '80, ο χάρτης άλλαξε ξανά και άρχισε να μοιάζει με το μοντέλο που προέβαλε ο Αυστραλός υπουργός Εξωτερικών Γκάρετ Εβανς, αυτό της «κοινότητας του ανατολικού ασιατικού ημισφαιρίου», στο οποίο η χώρα του δεν θα ήταν ο αουτσάιντερ ή ο περιστασιακός παίχτης, αλλά ένας αποδεκτός και ενεργός εταίρος. Σ' αυτόν τον χάρτη, ο στρατός, η αεροπορία και το ναυτικό ήταν λιγότερο σημαντικά απ' ό,τι τα ποσοστά ανάπτυξης της οικονομίας και των εμπορικών συναλλαγών. Και ενόσω η αμυντική πολιτική παραχωρούσε τη θέση της στην οικονομική πολιτική και το εμπόριο με την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα, το Χονγκ Κονγκ, την Ταϊβάν, τη Σιγκαπούρη, ακόμη και την Κίνα αναπτυσσόταν, η Αυστραλία άρχισε να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την πλήρη ένταξή της στο ασιατικό οικονομικό συνασπισμό και να διαμορφώνει την πολιτική της με άξονα αυτόν το στόχο. Οι «ειδικές σχέσεις» της Αυστραλίας με την Ινδονησία, αποτέλεσαν εν μέρει τη συνέχεια της αμυντικής πολιτικής της, αλλά με άλλα μέσα. Η σταθερότητα στην Ινδονησία ήταν το άμεσο συμφέρον της χώρας, το οποίο θα υπηρετούνταν καλύτερα με τον εναγκαλισμό του καθεστώτος της νέας τάξης. Αυτός ο εναγκαλισμός προχώρησε ώς το σημείο της υπογραφής ενός αμυντικού συμφώνου με την Τζακάρτα, στο πλαίσιο του οποίου ινδονησιακά στρατεύματα εκπαιδεύονταν στην Αυστραλία και Αυστραλοί εκπαιδευτές επισκέπτονταν τακτικά την Ινδονησία. Ενισχύθηκαν επίσης οι πολιτιστικές ανταλλαγές, ιδιαίτερα μετά τη σύσταση του ινστιτούτο Ινδονησίας-Αυστραλίας, η χώρα έγινε η πρώτη επιλογή των Ινδονήσιων σπουδαστών και η Ινδονησία η χώρα διακοπών των Αυστραλών. Αυτή η πολιτική εγκαινιάστηκε επί πρωθυπουργίας Μπομπ Χόουκ και αναπτύχθηκε από την κυβέρνηση Κίτινγκ, ενώ η υποχώρηση που παρατηρήθηκε από τη φιλελεύθερη κυβέρνηση του Τζον Χάουαρντ ήταν ελάχιστη. Οσοι υποστήριζαν την πολιτική που καθιστούσε την Αυστραλία τη στενότερη σύμμαχο της Ινδονησίας στον δυτικό συνασπισμό, υπεράσπιζαν τη θέση τους έναντι των κατηγοριών για «ξεπούλημα» των πολιτών του Ανατολικού Τιμόρ, με το επιχείρημα ότι οι ειδικές αυτές σχέσεις θα εξασφάλιζαν στην Καμπέρα την απαραίτητη επιρροή στην Τζακάρτα, όταν πράγματι θα χρειαζόταν. Αυτή η στιγμή έχει έρθει και μαζί μ' αυτήν η πραγματική δοκιμασία για την εξωτερική πολιτική της Αυστραλίας στον ασιατικό χώρο, και ιδιαίτερα στην Ινδονησία.

Του Martin Woollacott The Guardian
Ο Αντώνης Καρκαγιάννης τελεί εν αδεία