ΣΧΟΛΙΟ Του Κ. ΙΟΡΔΑΝΙΔΗ (10-09-99)

Τουλάχιστον το έλασσον

Τραγικά περιστατικά, όπως οι καταστροφικοί σεισμοί που έπληξαν την Κωνσταντινούπολη και την Αθήνα, με τις ολέθριες συνέπειες σε ανθρώπινες απώλειες και υλικές ζημίες, κατέδειξαν την αυτονόητη αλήθεια ότι οι λαοί των δύο χωρών, λόγω της γειτνιάσεώς τους, βρίσκονται εις το έλεος των ιδίων φυσικών φαινομένων. Το γεγονός αυτό αγνοήθηκε επί δεκαετίες -για να περιορισθεί κανείς στην πρόσφατη ιστορία των επιβαρημένων ελληνοτουρκικών σχέσεων- για λόγους πολιτικούς, εξαιρετικά σοβαρούς, ενίοτε, όπως η τουρκική εισβολή και κατοχή της Κύπρου. Στη διάρκεια των τελευταίων 25 ετών έγιναν επανειλημμένως απόπειρες πολιτικής προσεγγίσεως -πάντα υπό την πίεση τρίτων ισχυρών παραγόντων- για να καταλήξουν σε αποτυχία και στη συνέχεια σε επιβάρυνση των διμερών σχέσεων. Ορισμένοι θεώρησαν ότι μετά τον σεισμό της Κωνσταντινουπόλεως μπορούσε να υπάρξει πολιτική προσέγγιση μεταξύ των δύο κρατών, αλλά μια τέτοια εξέλιξη προϋποθέτει ένα ποιοτικό άλμα πολιτικής συμπεριφοράς, πέραν των δυνατοτήτων της ελληνικής, αλλά πρωτίστως της τουρκικής κυβερνήσεως. Αντιθέτως, εκείνο το οποίο όχι απλώς συνιστάται, αλλά και επιβάλλεται είναι η ουσιαστική και έμπρακτη συνεργασία για την αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών ή τη μελέτη φαινομένων, όπως οι σεισμοί, ή ακόμη η συνεργασία για την προστασία του περιβάλλοντος. Αποτελεί εξαιρετική σύμπτωση το γεγονός ότι η δεύτερη φάση των συνομιλιών σε επίπεδο υψηλών αξιωματούχων των υπουργείων Εξωτερικών Ελλάδος και Τουρκίας, που άρχισε χθες στην Αθήνα, μετά την τραυματική εμπειρία των σεισμών, περιλαμβάνει στην ημερήσια διάταξη τη συνεργασία στα θέματα αυτά. Βεβαίως, ο διάλογος για θέματα ήσσονος πολιτικής σημασίας προκρίθηκε ως τρόπος προσεγγίσεως για να υπερκερασθούν οι πιέσεις περί ουσιαστικών διαπραγματεύσων Ελλάδος και Τουρκίας, για την έναρξη του οποίου επίεζαν οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ενωση. Αλλά οι πρόσφατες εξελίξεις προσέδωσαν στον τεχνικό αυτό διάλογο μείζονα σημασία, και το κυριότερο, μια προσέγγιση στο επίπεδο αυτό θα έχει την αμέριστη υποστήριξη των Ελλήνων και Τούρκων πολιτών. Από την άποψη αυτή αποτελεί χρέος των δύο αντιπροσωπειών να επιβεβαιώσουν τα αισθήματα των κατοίκων της Ελλάδος και της Τουρκίας και να δημιουργήσουν τάχιστα ένα πλαίσιο συνεργασίας των δύο κυβερνήσεων στον τομέα της έρευνας και να θέσουν τις βάσεις πρακτικής αντιμετωπίσεως των καταστροφικών συνεπειών φυσικών φαινομένων. Διότι εάν αυτό δεν καταστεί δυνατόν είναι απολύτως περιττό να γίνεται καν λόγος για το ενδεχόμενο πολιτικής προσεγγίσεως.