ΣΚΕΨΕΙΣ (24-08-99)

Μοντέρνες τέχνες

Βλέπαμε για δεύτερη φορά, σε θερινό σινεμά, μια εξαιρετική ταινία. Το «Τρέξε, Λόλα, τρέξε» του Τομ Τίκβερ. Είναι η ιστορία μιας κοπέλας που τρέχει από την αρχή ώς το τέλος της ταινίας για να βρει λεφτά και να σώσει τον αγαπημένο της. Εχει είκοσι λεπτά στη διάθεσή της, είκοσι δραματικά λεπτά. Παρακολουθούμε τρεις εκδοχές αυτού του εικοσάλεπτου, τρεις διαφορετικές εκβάσεις του κυνηγητού χρημάτων. Στο διάλειμμα περιεργαζόμαστε το πρόγραμμα του κινηματογράφου, το παλιομοδίτικο τετράφυλλο που συνοδεύει τις ταινίες και περιγράφει την πλοκή τους κόβοντας την τελευταία φράση στη μέση για να αυξηθεί τάχα η αγωνία του θεατή. Εκεί λοιπόν, σ' αυτό το προγραμματάκι, βρήκαμε και μια διαφήμιση που περιγράφει την κινηματογραφική απόλαυση ως εξής: «Η διασκέδαση του κινηματογράφου σας ξεκουράζει, σας αποσπά από την καθημερινότητα, σας γνωρίζει καινούργιους κόσμους. Είναι η λογοτεχνία του 20ού αιώνα». Αυτή η τελευταία φράση περί λογοτεχνίας ήταν γραμμένη με παχύτερους χαρακτήρες. Ενσάρκωνε, προφανώς, το βαθύτερο μήνυμα της καταχώρισης. Σύμφωνα με το πνεύμα της διαφήμισης, η λογοτεχνία είναι αρκετά «κουρασμένη» για τις απαιτήσεις του 20ού αιώνα, οπότε πρέπει να αντικατασταθεί από κάτι πιο σύγχρονο. Κάτι που να προσφέρει και να εκμοντερνίζει ταυτόχρονα τα λογοτεχνικά θέλγητρα. Αρα το σινεμά κατορθώνει ό,τι και η λογοτεχνία, αλλά με πιο σύγχρονους τρόπους; Θυμάμαι αυτήν την αντιζηλία από παλιά. Οσοι αγαπούσαν το σινεμά (και τη μουσική), ζούσαν, υποτίθεται, πιο έντονα, ενώ όσοι προτιμούσαν τη λογοτεχνία ήταν πιθανότατα αραχνιασμένοι φιλόλογοι - σε κάθε περίπτωση πιο ράθυμοι και συντηρητικοί από τους κινηματογραφόφιλους. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, το σινεμά έχει μια αύρα σύγχρονου πνεύματος, η λογοτεχνία παρελθοντολογεί. Εύκολα και βολικά στερεότυπα. Η λογοτεχνία και το σινεμά δεν συμπίπτουν παρά στην αφηγηματικότητα, στην εξιστόρηση, Χρησιμοποιούν με άλλο τρόπο τις εικόνες, γι' αυτό και συχνά ο κινηματογράφος αποτυγχάνει στην απόδοση ενός πεζογραφήματος. Ιδίως όταν επιχειρεί να μιμηθεί τους τρόπους του μυθιστορήματος ή όταν, στο αντίθετο άκρο, το ξεχνάει εντελώς. Κατά τα άλλα, είναι τέχνες και οι δύο που στις καλύτερες στιγμές τους παράγουν συγκίνηση και σκέψη. Δεν υπάρχει ντεμοντέ τέχνη, αν αυτό υπονοούν οι διαφημίσεις. Ούτε αντικαταστάσεις τεχνών, από άλλες νεότερες. Η τέχνη αλλάζει δέρμα και ανανεώνεται εφ' όσον απευθύνεται στην εποχή της.

Της ΑΜΑΝΤΑΣ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ