ΑΚΙΣ (24-08-99)

Επενδύσεις

Τον κοίταζα προσεκτικά, σχεδόν τον μελετούσα. Μελαψός, με το μαλλί μακρύ και ελαιόλουστο, κοντοπαντέλονο «σινιέ», παντόφλες πλαστικές πλην όμως «ποιότητος» και φανέλα λευκή, ξεμανίκωτη με ευμεγέθη ετικέτα. Περπατούσε, βαρύς, στο κατάστρωμα του σκάφους που μας μετέφερε στο νησί, έτοιμος, λες, να διαλαλήσει την πραμάτεια την οποία, ασφαλώς, θα πρέπει να είχε στοιβάσει στο ανοιχτό «φορτηγάκι» του. Περπατούσε με ύφος ανθρώπου που έχει πλέον καταξιωθεί στην κοινωνία, με ύφος παράγοντα που έχει επιβληθεί στους γύρω του. Σχεδόν εισέβαλε στον χώρο του σαλονιού της α‹ θέσεως, τίναξε τη χαίτη, ατένισε τους λοιπούς επιβάτες με ύφος υπεροπτικό, παρήγγειλε και παρέλαβε τον «φραπέ» του, γύρισε την πλάτη στον μπάρμαν και κατευθύνθηκε προς το τραπεζάκι που ήταν ελεύθερο. Κάθησε βαρύς στην καρέκλα, απίθωσε το πλαστικό του ποτήρι στην επιφάνεια του τραπεζιού, πήρε μια βαθιά εισπνοή και άπλωσε στο τραπέζει τα εφόδια στα οποία στήριζε όλο του το «ίματζ». Δύο εφημερίδες χρώματος «σομόν», δύο εφημερίδες από αυτές που τον τελευταίο καιρό ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με την οδό Σοφοκλέους. Δεν διάβασε λέξη. Απλώς, κοιτούσε. Τι τον ένοιαζε το περιεχόμενο; Τον ενδιέφερε μόνον ο τίτλος του «επενδυτή», τον οποίο, ως έδειχνε, είχεν επαξίως κερδίσει...

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΠΡΑΝΟΣ