Κύριο άρθρο της 17-08-99

Εν όψει «μάχης»

Με την επιστροφή των πολιτικών αρχηγών την εβδομάδα αυτή και κυρίως με τις ομιλίες του πρωθυπουργού και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης, μετά 15 ημέρες, είναι σχεδόν βέβαιον ότι η χώρα εισέρχεται σε μια μακρά και κρίσιμη προεκλογική περίοδο. Και τούτο, διότι οι πάντες προδικάζουν ότι οι βουλευτικές εκλογές θα διεξαχθούν τον προσεχή Μάρτιο, με αφορμή την προεδρική εκλογή και την «αδυναμία» της παρούσης Βουλής να εκλέξει νέο πρόεδρο. Δεν θα σταθούμε στην αφορμή επισπεύσεως των εκλογών, καίτοι αυτή θα αποτελέσει ασφαλώς πόλο έντονων προστριβών μεταξύ του κόμματος της πλειοψηφίας, που θα θεωρήσει την πρόωρη διάλυση της Βουλής ως περιφρόνηση των συνταγματικών θεσμών, και των κομμάτων της αντιπολιτεύσεως, τα οποία θα αντιτείνουν τη δική τους αντιεπιχειρηματολογία. Το ενδιαφέρον και η προσοχή είναι ανάγκη να εστιασθούν στο ανησυχητικό δεδομένο ότι θα διανύσουμε ένα ολόκληρο προεκλογικό εξάμηνο, το οποίο μάλιστα συμπίπτει με την ύστατη προσπάθεια της χώρας για την ένταξή της στην ΟΝΕ. Πρωτίστως το ΠΑΣΟΚ και η Ν.Δ., αλλά δευτερευόντως και τα μικρότερα κόμματα, με εξαίρεση το ΚΚΕ, έχουν αναγάγει -και δικαίως- τη συμμετοχή μας στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση σε εθνικό στόχο. Εχει, λοιπόν, πρωταρχική σημασία η ποιότητα, ο τόνος και το περιεχόμενο της προεκλογικής τους αντιπαραθέσεως, για τον πρόσθετο λόγο ότι αυτή θα παραταθεί σε ασυνήθως μακρά περίοδο. Με εξαίρεση την 3ετία 1990-1993, το ΠΑΣΟΚ κατέχει την εξουσία από το 1981. Κατά τη 15ετία που διακυβερνά τον τόπο ήταν επόμενο να αποκτήσει ισχυρότατα ερείσματα στην κρατική μηχανή, αλλά και έναν μη επιθυμητό εθισμό του στελεχικού του δυναμικού στην άσκηση και τη νομή της εξουσίας. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι κατά πόσον τα δύο παραπάνω δεδομένα θα επηρεάσουν την ποιότητα, με την οποία το κυβερνών κόμμα θα δώσει την προεκλογική μάχη. Το ίδιο, όμως, ερώτημα ανακύπτει και για τη Ν.Δ., η οποία, παραμένουσα κατά το αντίστοιχο μακρότατο διάστημα στην αντιπολίτευση, είναι εύλογο να διακατέχεται από «στερητικό σύνδρομο» και να διεκδικήσει την εξουσία πιθανώς «πάση θυσία». Αν, λοιπόν, επικρατήσει εκατέρωθεν το ανεξέλεγκτο πάθος για την κατοχή και την ανάκτηση της εξουσίας, το πιθανότερον είναι τα πολιτικά μας κόμματα να κάνουν ένα ακόμη βήμα απαξιώσεώς τους έναντι του ελληνικού λαού, ο οποίος προ πολλού έχει αντιληφθεί ότι οι διαφορές και μισαλλοδοξίες του παρελθόντος έχουν παρέλθει, επιπλέον δε με αποδεδειγμένη ωριμότητα αξιολογεί τις ανάγκες και τις προτεραιότητες της χώρας. Κυρίως, όμως, μια εκτροπή του προεκλογικού αγώνα σε πάθη και μεθόδους του παρελθόντος το πιθανότερο είναι, υπό τις παρούσες συνθήκες, να προκαλέσει μεγάλη -και ίσως ανεπανόρθωτη ζημία - για τον τόπο. Σε μια τέτοια και απευκταία περίπτωση το τελευταίο για το οποίο θα δικαιούνται να ομιλήσουν μετεκλογικώς οι πολιτικοί αντίπαλοι είναι περί νικητών και ηττημένων...