ΣΤΑΣΕΙΣ (29-07-99)

Ηρόστρατος;

Ο αποθανών δεδικαίωται βέβαια, αυτό ωστόσο δεν απαγορεύει να κρίνει κανείς μικρονοϊκή και μικρόψυχη την απόφαση του ζάπλουτου Ιάπωνα επιχειρηματία να αποτεφρωθεί μαζί με τον «Πορτρέτο του Δόκτορος Γκασέ», ιστορημένο διά χειρός Βαν Γκογκ· κι έρχονται έτσι στο νου οι αναπόδεικτες φήμες για τον μαικήνα εκείνον των ρωμαϊκών χρόνων, που διέτασσε να θανατώνονται οι έφηβοι φίλοι του αμέσως μόλις αποτυπωνόταν σε άγαλμα η μορφή τους. Τον είχε αγοράσει τον πίνακα ο Ρισέι Σάτο, καταβάλλοντας μάλιστα το υψηλότερο αντίτιμο στην ιστορία της τέχνης, αλλά, όπως προκύπτει, όχι επειδή αγαπούσε το έργο ή τον ζωγράφο. Αν τον αγαπούσε δεν θα τον θεωρούσε κτήμα του, δεν θα επέτρεπε στη ματαιοδοξία που τρώει εκ φύσεως την ψυχή των ανθρώπων να καταστρέψει μια ζωγραφιά που υπήρξε αριστούργημα για εντελώς διαφορετικούς λόγους από τους σχετιζόμενους με το κόστος και την οικονομική αξία. Ενας Ηρόστρατος των ημερών μας, λοιπόν; Ενας μισάνθρωπος που μερίμνησε να απαθανατιστεί με τρόπο αλγεινό; Στην πραγματικότητα ο Ιάπων «φιλότεχνος», που κατά το ρεπορτάζ δεν χαράμισε πάνω από μία ματιά στο απόκτημά του, οδήγησε στις έσχατες, πλην φυσικές συνέπειές της την τάση των «φιλοτέχνων» να αγοράζουν καλλιτεχνήματα μα πρωταρχικό στόχο να τα αποσπάσουν από την κοινή θεά, από τον κόσμο, και να τα κλείσουν σε κάποια ιδιωτική συλλογή, όπου δεν μπορούν να τα μελετήσουν ούτε καν οι τεχνοκρίτες. Αλλά τι διαφορετικό θα μπορούσαμε να περιμένουμε, εφόσον η αποτίμηση της τέχνης γίνεται με βάση τα κριτήρια του λογιστηρίου, με βάση τα μηδενικά που αραδιάζονται πίσω από τον πρώτο αριθμό; Κατά τα δόγματα του αξιακού μας συστήματος, ένα έργο συναριθμείται στα σπουδαία, όχι αν συγκινεί, αν τέρπει ή αν διδάσκει, αλλά αν έχει μεγάλο οικονομικό αντίκρισμα, αν αποτελεί «καλή επένδυση», αν μπορεί να μεταπωληθεί σε τερατωδώς υψηλότερη τιμή ύστερα από κάμποσο καιρό απόκρυψής του από τον δημόσιο οφθαλμό. Αν όμως η τέχνη δεν είναι δημόσια, αν είναι αποθηκευμένη και μαντρωμένη, ποιος ο χαρακτήρας της; Οσοι αγοράζουν, με θηριώδη ποσά, καλλιτεχνήματα που τα προορίζουν αποκλειστικά για κτερίσματα της περίκλειστης «αυτοκρατορίας» τους, παραχαράσσουν την ίδια την τέχνη και, κατά βάθος, πράττουν ό,τι κι εκείνοι που κόβουν βάναυσα έναν σταλακτίτη για να διακοσμήσουν τους τοίχους του σπιτιού τους, παραβλέποντας ότι, ορφανεμένος από τον φυσικό του χώρο, ο σταλακτίτης παύει να είναι ένα θαύμα και γίνεται ασβέστης.

Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ