ΣΤΑΣΕΙΣ (23-07-99)

Αλισβερίσι

Κάμποσες ημέρες πριν, ένας αγρότης στη Μακεδονία ανέβηκε στο καμπαναριό του χωριού του και απειλούσε ότι θα πέσει στο κενό. Το αίτημά του; Να μην απελαθούν οι Αλβανοί μετανάστες, γιατί δεν θα μπορούσε να μαζέψει τη σοδειά του. Ο,τι λοιπόν είχε φανεί παράφορο και ατομικό μ' εκείνο το επεισόδιο, εμφανίζεται τώρα ορθολογικό και συλλογικό στην Κρύα Βρύση των Γιαννιτσών: Ο τοπικός Αγροτικός Σύλλογος και διάφοροι συνεταιρισμοί της περιοχής ζητούν επισήμως από την ελληνική πολιτεία, με υπόμνημά τους, «να χαλαρώσουν αισθητά τα μέτρα δίωξης των λαθρομεταναστών», διότι χωρίς τα δικά τους χέρια ο καπνός και τα ροδάκινα κινδυνεύουν να σαπίσουν ατρύγητα στα χωράφια. Το ενδιαφέρον του διαβήματος έγκειται στο γεγονός ότι δεν γίνεται η παραμικρή αναφορά στα στερεότυπα της θρυλικής πατροπαράδοτης ξενοφιλίας μας αλλά χρησιμοποιείται με πάσαν ειλικρίνεια η ωμή γλώσσα της οικονομικής ανάγκης. Και η ωμότητα αυτή κορυφώνεται με τη διαβεβαίωση των αγροτών ότι «δεσμεύονται να βγάλουν τους Αλβανούς από τα σύνορά μας μόλις λήξει το τρίμηνο», χωρίς πάντως να προσδιορίζουν τα μέτρα «επαναπροώθησης» που θα λάβουν όταν ξεμπερδέψουν με τις δουλειές τους. Παρ' όλες τις σκιές, λοιπόν, οι αγρότες των Γιαννιτσών αναγνωρίζουν ευθέως αυτό που αποφεύγουμε να ονοματίσουμε οι πολλοί: ότι η παρουσία ξένων, και ειδικά Αλβανών, νομίμων αλλά και λαθραίων, τους εξυπηρετεί, τους ευνοεί, τους λύνει τα χέρια, και μάλιστα δίχως το σοβαρό κόστος που θα προϋπέθετε η πρόσληψη Ελλήνων, αν βέβαια μπορούσαν να τους βρουν. Αναγνωρίζουν ότι έχουν απόλυτη ανάγκη αυτό το ελληνοαλβανικό αλισβερίσι, διότι διαφορετικά ο κόπος τους θα πήγαινε χαμένος, θα τάιζε τις χωματερές, και οι ίδιοι θα έτρεχαν για «επιδόματα». Μια βδομάδα πριν, οι ίδιοι αγρότες μπορεί και να ζητούσαν ομοθυμαδόν τη μαζική εκδίωξη των Αλβανών. Σχιζοφρένεια; Οχι βέβαια. Απλώς, ομολογία μιας αλήθειας που δημοσίως παραμένει άρρητη και απωθείται. Οτι δηλαδή πάμπολλες δουλειές, βαριές και κακοπληρωμένες -στα χωράφια, στα κοπάδια, στις οικοδομές- «θέλουν τον Αλβανό τους», κατά το μειωτικό κλισεδάκι νέας εσοδείας· ότι από αυτό το δούναι και λαβείν βγαίνουν κερδισμένοι και οι εργαζόμενοι και οι εργοδότες, και μάλλον όχι στον ίδιο βαθμό· ότι οι μετανάστες δεν είναι «μόνο πληγή», όπως ευκολυνόμαστε να πιστεύουμε· ότι η ξένη που μας καθαρίζει τώρα το σπιτικό, ίσως και νά 'ναι η μάνα μας που σκούπιζε τις ξένες πολυκατοικίες εκεί γύρω στο εβδομήντα.

Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ