ΣΧΟΛΙΟ Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ (13-07-99)

«Οπου κι αν πάω ξένος...»

Το πρίσμα του μανιχαϊσμού που χρησιμοποιούμε συνήθως για να μετρήσουμε τα πράγματα -δηλαδή να τα προσαρμόσουμε στο μέγεθος και το σχήμα που τους αποδίδουμε εκ των προτέρων- είναι ποικιλότροπα βολικό: και πολύ μικρή δαπάνη ψυχής και πνεύματος απαιτεί και, ενόσω διανέμει τους ρόλους, φροντίζει οπωσδήποτε να εντοπίσει έναν καλό, προφανώς για να αυτοπαρηγορηθεί. Με το «Αλβανικό», με την αντιμετώπιση δηλαδή των Αλβανών εν Ελλάδι μεταναστών από τη συντεταγμένη πολιτεία, την κοινωνία και τα μέσα επικοινωνίας, η μανιχαϊστική θεώρηση φαίνεται να ηττάται, να μην ισχύει, για τον απλό λόγο ότι κανένας εκ των τριών προαναφερθέντων συμβαλλομένων δεν δείχνει άξιος να διεκδικήσει και να ενσαρκώσει το ρόλο του καλού, του θετικού ήρωα· περιστατικά ευγένειας και φωνές τίμιες μπορεί να υπάρχουν, δεν ανατρέπουν όμως την όλη εικόνα. Η κυβέρνηση, αφού μερίμνησε να εκθέσει τον ούτως ή άλλως ανεπαρκή θεσμό της πράσινης κάρτας -θαρρείς και δεν ήταν δικός της-, προσέφυγε στις νομικά και, κυρίως, πολιτισμικά απαράδεκτες μαζικές συλλήψεις, στη βία και στην καταρράκωση της αξιοπρέπειας των ξένων, παρέχοντας στα αστυνομικά όργανα το ανατριχιαστικό δικαίωμα να τεκμαίρουν την ενοχή κάποιου βασιζόμενα στην πρόχειρη «έρευνα» της εμφάνισής του. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, πρωτίστως τα ηλεκτρονικά και τα λαϊκιστικά εκ των εντύπων -τα οποία βεβαίως δεν νοιάστηκαν να καταγράψουν τις παρήγορες εκδηλώσεις του αντιρατσιστικού φεστιβάλ ούτε τις επίσης ενθαρρυντικές περιπτώσεις κοινοτήτων όπου το πρόβλημα λύθηκε εν τη γενέσει του, με βάση την τέχνη του αλληλοσεβασμού-, εγκατέστησαν στα παράθυρα και στα οχτάστηλά τους το «φόβο και τον τρόμο», χλευάζοντας τα στοιχεία των επισημότατων στατιστικών που εξακολουθούν να αντιστέκονται στα εθνοπρεπή μας στερεότυπα, φανερώνοντας αυτό που όλοι γνωρίζουμε κατά βάθος, αλλά το παρακάμπτουμε: ότι η συμμετοχή των ξένων στις πάσης φύσεως παραβάσεις είναι πολύ μικρότερη από αυτή που διαδίδουμε ότι είναι, από αυτή που θα θέλαμε να είναι ώστε να αιτιολογηθεί η μέθη της ξενηλασίας στην οποία έχει παραδοθεί ο δημόσιος βίος. Κι εμείς; Η κοινωνία; Οι πολίτες; Συγχυσμένοι, αφηνόμαστε στο δεσπόζον δόγμα, μετράμε με το ένα χέρι πόσο μας συμφέρει η μαύρη εργασία των ξένων και υψώνουμε το άλλο με καταδικαστικό μένος: «Εξω οι ρυπαροί και οι κλέφτες!». Οσο για τους ξένους μας, όλοι τους, αναγκάζονται πια να πράττουν ό,τι και ο Πύρρος Δήμας όταν πρωτόρθε στην Ελλάδα: Να έχουν πάντοτε τα χέρια τους στην τσέπη, γιατί ξέρουν ότι τους θεωρούμε οπωσδήποτε άρπαγες. Αυτή ακριβώς η κατεδαφιστική πεποίθησή μας είναι ό,τι χειρότερο θα μπορούσαμε να επιφυλάξουμε στους αλλοδαπούς· ό,τι χειρότερο θα μπορούσαμε να επιφυλάξουμε στον εαυτό μας.