ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ (23-06-99)

Τα καλά της χρονιάς

Συνηθίζονται τέτοιες εποχές οι απολογισμοί, τι είδαμε, τι αγαπήσαμε, τι μας έμεινε τέλος πάντων από μια φασαριόζικη τηλεοπτική χρονιά, όπου η μάχη της τηλεθέασης είχε στιγμές άγριες, σκληρές για ορισμένους μάλιστα επαγγελματίες που επένδυσαν με πολύ κουράγιο σε καινούργια προγράμματα. Στον τομέα των τηλεοπτικών σειρών παρά τα υψηλά στάνταρ στην παραγωγή, τις καλές σκηνοθεσίες, τα σενάρια που βασίστηκαν στη σιγουριά της λογοτεχνίας, καμία δεν κατάφερε να φτάσει το σουξέ των «Ψιθύρων καρδιάς» για παράδειγμα ή παλιότερα της «Αναστασίας», όταν περίμενε το έθνος το ένα επεισόδιο μετά το άλλο για να δει πώς θα εξελιχθεί και κυρίως πώς θα τελειώσει η ιστορία. Σουξέ έκανε ο Ακάλυπτος, για παράδειγμα, αλλά αυτό χάρη στο κωμικό ταλέντο του Αντώνη Καφετζόπουλου, που έδεσε ιδανικά με εκείνο του Γιώργου Παρτσαλάκη και οι δυο τους υποστηρίχτηκαν επίσης άριστα από τα κορίτσια της παρέας. Το κοινό δεν μπορούσε παρά να τους επιβραβεύσει. Γι' αυτό η σειρά «Και οι παντρεμένοι έχουν ψυχή» ξεκίνησε από πέρυσι, θα συνεχιστεί και του χρόνου κι έχει γίνει ήδη αγαπημένη συνήθεια. Σε αντίθεση με το κέφι της παρέας του Ακάλυπτου, η σειρά «Οι άνδρες δεν υπάρχουν πια», που φέρει επίσης την υπογραφή στο σενάριο του Λευτέρη Καπώνη όπως η προηγούμενη και που υποτίθεται πως θα αντιμετώπιζε για λογαριασμό του Mega το σουξέ του Ακάλυπτου, φάνηκε από την αρχή και παραμένει κάτωχρη, αδύναμη, χωρίς χιούμορ και με πρωταγωνιστές που διεκπεραιώνουν τυπικώς τους ρόλους, χωρίς έμπνευση και κέφι, χωρίς καν ταλέντο στην κωμωδία, με εξαίρεση τον συμπαθέστατο Χρήστο Βαλαβανίδη, που προσπαθεί ολομόναχος. Με άλλα λόγια, είναι απολύτως απογοητευτική. Μεγάλο ήταν και το σουξέ των «Δύο ξένων», που θα συνεχίσουν και την επόμενη χρονιά, τουλάχιστον τους πρώτους μήνες, να συγκρούονται με υστερικό πάθος μέχρι να αποφασίσουν είτε ότι χώρια δεν μπορούν είτε ότι μαζί δεν κάνουν. Πάντως ούτε το ερωτικό πάθος μεταξύ του ιερέα και της νεαρής φοιτήτριας στο «Αγγιγμα ψυχής» κατάφερε να κερδίσει το τηλεοπτικό κοινό, όπως ο έρωτας της τσιγγάνας και του μπαλαμού πέρυσι, ούτε η «Ζωή που δεν έζησα», παρά το ευαίσθητο σενάριο για το ερωτικό πάθος της σαραντάχρονης Φανής και του πολύ νεώτερού της Βαγγέλη, κατάφερε να συγκινήσει. Η «Αίθουσα του θρόνου», από τις πιο καλογυρισμένες φετινές παραγωγές, βασισμένη στο βιβλίο του Τάσου Αθανασιάδη, με πολύ καλούς πρωταγωνιστές, ατμοσφαιρική, για απαιτητικό κοινό, είχε ικανοποιητικά ποσοστά. Οι «Επιθυμίες», με σενάριο αληθινό και ευαίσθητο και θέμα δύσκολους έρωτες, κέρδισαν το ενδιαφέρον από την αρχή, κέρδισαν και τη συνέχειά τους την επόμενη χρονιά. Με άλλα λόγια, κύριο χαρακτηριστικό της φετινής χρονιάς ήταν η υψηλή ποιότητα στις παραγωγές, ίσως γι' αυτό το ενδιαφέρον του κοινού μοιράστηκε. Και πάλι ο έρωτας ήταν το βασικό συστατικό σε όλες, συνήθως απελπισμένος, παθιασμένος, αδύνατος ή ανεκπλήρωτος, τουλάχιστον όμως περιορίστηκαν στο ελάχιστο εκείνες οι ανεκδιήγητες σειρές συγκατοίκησης με τα οικογενειακά ξεκατινιάσματα. Ηταν η πρώτη τηλεοπτική χρονιά, πάντως, που το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής παραγωγής είχε σενάρια σύγχρονα, αληθινά, χαρακτήρες ολοκληρωμένους και κυρίως πολύ καλές ερμηνείες, μερικές μάλιστα πολύ χαρακτηριστικές, όπως της Μαρίας Καβογιάννη ως Κορίνας στα «Εγκλήματα», της Δέσποινας Μπεμπεδέλη ως αυταρχικής μάνας στον «Βίο ανθόσπαρτο», φυσικά του Ακάλυπτου Αντώνη Καφετζόπουλου ή της Ντίνας Κώνστα ως κυρίας Μαρκορά. Οι τηλεοπτικοί χαρακτήρες που ξεχωρίζουν, που γίνονται οι αγαπημένοι του κοινού και που αυτό σημαίνει πως συγκεντρώνουν στοιχεία δικά του έστω και σατιρίζοντάς τα, είναι εκείνη η υπόσχεση οικειότητας που υπόσχεται στο κοινό του το τηλεοπτικό πρόγραμμα και που έτσι εκπληρώνεται διατηρώντας το στοιχείο του σεβασμού, ό,τι πιο σπάνιο δηλαδή, στη σχέση τηλεόρασης-τηλεοπτικού κοινού.

Γράφει η ΠΟΠΗ ΔΙΑΜΑΝΤΑΚΟΥ