ΣΤΑΣΕΙΣ (23-06-99)

Αστοχίες

Κόντευε να τελειώσει το -στενάχωρα απομυθοποιητικό- παιγνίδι της Εθνικής μας του μπάσκετ με τη γερμανική ομάδα, έμεναν - δεν έμεναν δυο κρισιμότατα λεπτά, και τότε μόνο είχαμε την τύχη να ακούσουμε το όνομα του ενός εκ των δύο διαιτητών, του κ. Στοϊόσφκι, πολίτη της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας· «κατά τύχην», εκείνη τη στιγμή έδωσε ένα σφύριγμα υπέρ μας. Μέχρι τότε, λοιπόν, ακούγαμε το όνομα του άλλου διαιτητή, του κ. Ρεμς, ο οποίος μάλιστα εισέπραττε αλλεπάλληλα και αφειδώλευτα εγκώμια για την τέχνη του, ίσως επειδή η αντικειμενικότητά του είχε έναν κάποιο φιλελληνικό τόνο. Αντίθετα, οι αποφάσεις και τα σφυρίγματα του συνδιαιτητή του ανέκοπταν τον (δυστυχώς ανύπαρκτο) ρυθμό της ελληνικής ομάδας, χωρίς ωστόσο να έχουν τίποτε το αυθαίρετο. Για τούτο και ο σπορτκάστερ, επαναλαμβάνοντας άθελά του, σχεδόν αταβιστικά, μια παλαιότατη τελετουργία μείωσης του «αντιπάλου», του απάλειψε το όνομα, τον «έσβησε» καταπώς λέμε. Μάλιστα δεν τον αποκαλούσε καν «Σκοπιανό διαιτητή», αλλά, παραγράφοντας και την επαγγελματική του ιδιότητα, τον έλεγε σκέτα «Σκοπιανό». Κλείνοντας το ματάκι στον ακοίμητο «πατριωτισμό» μας, υπέδειξε την αιτία του κακού: Για την τσαπατσούλικη αγωνιστική συμπεριφορά της ελληνικής ομάδας δεν φταίει ο κορεσμός, η κούραση, η απουσία μερικών καλών παικτών και η παρουσία άλλων υπερτιμημένων ή η ικανότητα των αντιπάλων· φταίει -πρωτίστως, αν όχι αποκλειστικά- η υπηκοότητα του διαιτητή: Είναι Σκοπιανός, τουτέστιν προκατειλημμένος, εχθρός μας, συνωμότης, ανθέλλην... Προς μη κακοφανισμό, επαναλαμβάνω ότι ο εκφωνητής δεν πρωτοτύπησε ούτε χρειάστηκε να τα σκεφτεί όλα αυτά. Δανείστηκε από την αποθήκη των εθνοπρεπών στερεοτύπων. Τον οδήγησαν τα ανακλαστικά του, ίδια πάνω-κάτω με όσα μοιραζόμαστε όλοι, και οπωσδήποτε ίδια μ' εκείνα που οδήγησαν προ ετών έναν άλλον περιγραφέα αθλητικής συνάντησης να εξαπολύσει από εθνικό κανάλι χυδαίους υπαινιγμούς για την αρρενοπρέπεια των Αγγλων, επειδή κάποιος Αγγλος διαιτητής «αδικούσε» την εθνική μας ποδοσφαιρική ομάδα. Τα ίδια ανακλαστικά (σφυρηληταμένα από τη δημαγωγία, τον ναρκισσισμό, τον εθνικισμό, τη μανία καταδίωξης) μας πείθουν να υπερτονίζουμε την «καταραμένη» εθνικότητα κάποιου που παραστράτησε, υπονοώντας ότι ενέχονται τα γονίδιά του. Και τα ίδια ακριβώς έπεισαν τον αρχιεπίσκοπο κ. Χριστόδουλο να αντιδιαστείλει τους «ανδροπρεπείς Ελληνες» από τους «μη ανδροπρεπείς Ευρωπαίους». Ας μας επιτραπεί να πιστεύουμε ότι η ύβρις παραμένει ύβρις ακόμη κι όταν ο δράστης της σείει ποιμαντορική ράβδο και γέρνει από το βάρος των πεποικιλμένων σταυρών.

Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ