ΣΧΟΛΙΟ Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ (15-06-99)

Ο πόλεμος στην κάλπη

Ούτως ή άλλως επικίνδυνες οι γενικεύσεις -εφόσον προϋποθέτουν την αφαίρεση ή έστω την παράκαμψη ενός σημαντικού τμήματος της πραγματικότητας, ώστε να διευκολυνθεί η εξαγωγή αυτάρεσκων αξιωμάτων παρά συμπερασμάτων-, φαίνεται να μη διαθέτουν κανένα σοβαρό έρεισμα στην περίπτωση των ταυτόχρονων αλλ' όχι ταυτόσημων εκλογών στα κράτη που απαρτίζουν την Ευρωπαϊκή Ενωση. Η Ελλάδα δεν είναι βέβαια η μοναδική χώρα όπου οι εκλογές «εθνικοποιούνται» ελλείψει επεξεργασμένου πολιτικού λόγου με αυστηρά ευρωπαϊκό περιεχόμενο και όπου ελάχιστοι (πέραν των κομματικών επιτελείων, που πρέπει να ικανοποιήσουν ποικίλες διακυβευόμενες ισορροπίες) ενδιαφέρονται να πληροφορηθούν για την πολιτική ποιότητα των υποψήφιων ευρωβουλευτών, αλλά και για την ίδια τη θεσμοθετημένη δυνατότητά τους (την τόσο μικρή) να επηρεάζουν τα πράγματα της γηρασμένης ηπείρου μας. Ο βαθμός ενδιαφέροντος ελέγχεται πολύ χαμηλός και στα υπόλοιπα κράτη-μέλη, όπως πιστοποιεί και το ποσοστό αποχής σε ορισμένα εξ αυτών, ποσοστό αδιανόητο για τα μέχρι στιγμής ελληνικά δεδομένα, και το οποίο μάλλον στερεί από το αποτέλεσμα τον αντιπροσωπευτικό του χαρακτήρα, όσο συμβατικά ή κατ' οικονομίαν κι αν τον εξετάσουμε. Εν πάση περιπτώσει, κρίνοντας από το εκλογικό αποτέλεσμα στις χώρες εκείνες που πρωτοστάτησαν στον ατύπως συνεχιζόμενο βαλκανικό πόλεμο, στη Γερμανία προπάντων και τη Μεγάλη Βρετανία, θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει αρκετά ασφαλή την υπόθεση ότι αποδοκιμάστηκε ή τουλάχιστον δεν εγκρίθηκε μαζικά ο «προοδευτικός πόλεμος», που με τόσον γδούπο θεωρητικοποιήθηκε από τα εκεί κυβερνώντα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και τους φιλικούς τους διανοούμενους και δημοσιογράφους. Η σοβαρότατη υποχώρηση των κομμάτων του κ. Τόνι Μπλερ και του κ. Γκέρχαρντ Σρέντερ, υποχώρηση στην οποία υποχρεώθηκαν και τα περισσότερα από τα υπόλοιπα κυβερνώντα και επίσης σοσιαλιστικά ή σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, συνιστά ένα πανευρωπαϊκού ενδιαφέροντος μήνυμα. Οσο κι αν η απώλεια ψήφων που έπληξε κόμματα που αργήγεψαν στην επιδρομή κατά της Γιουγκοσλαβίας δεν είναι συνταρακτική, όσο κι αν οφείλεται και σε αμιγώς εσωτερικούς παράγοντες, όσο κι αν συνυπάρχει με την επιβράβευση μερικών φανατικών κηρύκων του πολέμου, όπως ο κ. Κον Μπεντίτ, δεν χάνει την κάπως παρηγορητική αξία της, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι σημειώθηκε ακόμη και σε χώρες όπου ασκήθηκε ήπια ή και ασύστολη λογοκρισία εναντίον όσων ετάχθησαν κατά του πολέμου και ότι επήλθε ύστερα από ένα δίμηνο αχαλίνωτης προπαγάνδας, στη διάρκεια του οποίου ανακοινώνονταν συντριπτικά ποσοστά «λαϊκής υποστήριξης» υπέρ του ψευδεπίγραφου «ηθικού πολέμου», ποσοστά τα οποία, μυστηριωδώς, δεν επαληθεύτηκαν με τον τοκετό της κάλπης. Θα ήταν ωστόσο υπερβολή να νομιστεί ότι η Ευρώπη (της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης) πέτυχε την κάθαρσή της και την αναβάπτισή της. Θα ήταν υπερβολή να θεωρηθεί ότι αποσπά τη νομιμοποίηση και την προωθητική δύναμη που χρειάζεται μια Ενωση που κατορθώνει να προσελκύσει ώς την κάλπη μόνον τον μισό ευρωπαϊκό πληθυσμό. Η Ευρώπη, ακριβώς όπως και οι δημοκρατικής συγκρότησης μηχανισμοί της (λόγου χάρη το Ευρωκοινοβούλιο), οι οποίοι απολαμβάνουν πολύ μεγαλύτερη φήμη παρά πολιτική ισχύ, και ελάχιστα επηρεάζουν την παραγωγή πολιτικής και την άσκησή της, παραμένει σκιά.