ΣΚΕΨΕΙΣ (25-11-98)

Η «αχρείαστη»

Παλαιό το ερώτημα, παλαιότερο από την εποχή που το διατύπωσε ο Χέλντερλιν, εγείρεται με τρόπο φυσικό όποτε το ξόδι ενός τεχνίτη του γραπτού λόγου φέρνει πρόσκαιρα σε κάποια δημοσιότητα το «σόι της ποίησης», ωθώντας ακόμη και τους άμουσους να πουν ένα καλό λόγο για τον εκδημήσαντα ή για την ποίηση γενικά. «Μα τι χρειάζονται οι ποιητές», λοιπόν, σε τέτοιους μικρόψυχους καιρούς;» Λοιπόν, καμία απάντηση δεν μπορεί να θεωρηθεί ασφαλής και οριστική, καταρχάς επειδή το ερώτημα ανακαλεί υπόρρητα έναν ευγενέστερο παρελθόν, μιαν εποχή σεβασμού της ποίησης και των ποιητών.
Αλλά πότε δεν ήταν έκτοπη η ποίηση, πότε δεν υπολογιζόταν σαν εχθρός ή σαν άχρηστο πάρεργο και πολυτελές ψώνιο; Πότε έγιναν ασμένως δεκτοί όσοι ποιητές δοκίμασαν συνειδητά να αναδειχθούν προφήτες και οδηγοί; Ναι, βεβαίως και σιτίζονταν κάποτε οι αριστεύοντες στο πρυτανείο. Ναι, την εποχή που κυρίως εξιδανικεύουμε -την κλασική Ελλάδα- οι μικροί μάθαιναν τον κόσμο μέσα από τον τρόπο του Ομήρου, ο οποίος άλλωστε «πεπαίδευκε» την Ελλάδα όλη. Μα δεν ήταν ασήμαντες ή κοινωνικώς απαράδεκτες οι ενστάσεις του Πλάτωνα, ο θαυμασμός του οποίου για τον ποιητή των επών δεν τον εμπόδιζε να προτείνει ως υποχρέωση της χρηστής πολιτείας την αποβολή των ποιητών.
Υπήρξαν πράγματι καιροί, και όχι μονάχα οι πανάρχαιοι, που οι ποιητές λειτουργούσαν σαν νήμα στέρεο για να δεθεί η ανθρώπινη κοινότητα. Εξαιρετικές αυτές οι περιπτώσεις, ελάχιστες πιθανότητες είχαν να αποβούν κανόνας διαρκείας. Στον δικό μας καιρό λοιπόν, ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο μικρόψυχο από τους προηγούμενους ή τους επόμενους (χρειάζεται μήπως να θυμηθούμε ποια χλευαστική «υποδοχή» επεφύλαξαν στους Ελληνες υπερρεαλιστές οι προπολεμικοί «θεματοφύκακες» των ιερών αξιών της πάσης συντήρησης;), η ανάγνωση της ποίησης είναι μια απόλαυση όλο και περισσότερο ιδιωτική, ίσως επειδή και η ίδια η άσκησή της αποδεικνύεται μια λειτουργία όλο και περισσότερο μοναχική, αποσυρμένη. Η ποίηση είναι λέει «ναρκισσευόμενα στρυφνή», «σκοτεινό ιδιόλεκτο», κι ύστερα, για να 'ρθουμε σε οικεία μέτρα, «δεν αποδίδει», δεν κομίζει φήμη ούτε τίποτε υλικότερο. Για ν' ακουστεί, πρέπει να υπάρξει θάνατος. Και ούτε.
Χθες, προπέμποντας το φίλο του Μιχάλη Κατσαρό, ο γιατρός Θάνος Κωνσταντινίδης θυμήθηκε ότι προ καιρού αναζητούσε στον «Ευαγγελισμό» τον ασθενούντα ποιητή κι έπεσε σε θυρωρό που γνώριζε δεκάδες στίχους του εκλιπόντος. Για θαύμα επρόκειτο. Λίγο μετά την κηδεία, φίλος καλός μού έλεγε ότι ρώτησε τους εικοσιπεντάρηδες μαθητές του, στη σχολή όπου διδάσκει τέχνη, αν ήξεραν τον Κατσαρό. Στους τριάντα, ούτε ένας δεν είχε ν' απαντήσει. Ναι, ακόμη κι ο Πλάτων, στην αντιποιητικότερη στιγμή του, μάλλον δεν θα χαιρόταν με τέτοια ποσοστά.

Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ