Κύριο άρθρο της 25-11-98

Πασιφανής στρέβλωση

Τα στοιχεία που δημοσιοποιεί σήμερα η «Κ» για τα δηλωθέντα εισοδήματα του οικονομικού έτους 1998, επιβεβαιώνουν, για μία ακόμη φορά, ότι η φορολογική πυραμίδα ελάχιστη σχέση έχει με την πραγματικότητα. Είναι αδύνατον να πιστέψουμε ότι μόνο 42.000 νοικοκυριά -σε σύνολο περίπου 4 εκατ.- έχουν ετήσιο εισόδημα από 10-14 εκατ. δραχμές (από 715.000 - 1.000.000 μηνιαίως). Ακόμη πιο απίστευτο είναι ότι πάνω από 1.000.000 ακαθάριστο εισόδημα έχουν μόνο 4.350 νοικοκυριά!
Η σημασία των αριθμών είναι βαρύνουσα, γιατί απεικονίζει το μέγεθος της στρεβλώσεως των εισοδηματικών δεδομένων και πιο συγκεκριμένα την κατάφωρη φορολογική αδικία. Το φαινόμενο είναι παλαιό, αλλά το γεγονός αυτό δεν το καθιστά λιγότερο απαράδεκτο. Οποιος ζει σ' αυτή τη χώρα, γνωρίζει πάρα πολύ καλά ότι το 75% των νοικοκυριών δεν έχει μηνιαίο ακαθάριστο εισόδημα κάτω από 280.000 δραχμές. Με δεδομένη την αδυναμία των μισθωτών να φοροδιαφύγουν, είναι προφανές ότι η μισθωτή εργασία είναι το μεγάλο θύμα του φορολογικού συστήματος.
Ο μόνιμος αντίλογος σ' αυτές τις κοινότοπες διαπιστώσεις είναι το επιχείρημα ότι ένας σημαντικός αριθμός νοικοκυριών έχει πολύ μεγαλύτερο διαθέσιμο εισόδημα απ' όσο εμφανίζεται στις φορολογικές δηλώσεις. Κι αυτό γιατί υπάρχουν εισοδήματα, τα οποία δεν φορολογούνται με βάση τη φορολογική κλίμακα, αλλά με σταθερό φορολογικό συντελεστή. Τα μερίσματα από μετοχές φορολογούνται με 15%, οι τόκοι από καταθέσεις επίσης με 15%, ενώ οι τόκοι από ομόλογα με 7,5%. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι καταλύεται η προοδευτικότητα, η οποία αποτελεί το θεμέλιο της φορολογικής δικαιοσύνης.
Δεν είναι τυχαίο ότι στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες, τα εισοδήματα από κάθε πηγή αθροίζονται στην ετήσια δήλωση εισοδήματος και φορολογούνται με βάση τη φορολογική κλίμακα. Με τον τρόπο αυτόν διασφαλίζεται η αρχή της προοδευτικότητος και τα φορολογικά βάρη κατανέμονται πολύ πιο δίκαια. Ως εκ τούτου, η αλλαγή του ισχύοντος κανόνος είναι επιβεβλημένη. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ισχύει και το τρέχον επιχείρημα, το οποίο προβάλλει η εκάστοτε κυβέρνηση για να δικαιολογήσει τις χαμηλές επιδόσεις της στο μέτωπο της καταπολεμήσεως της φοροδιαφυγής. Για τη διορθωτική αυτή παρέμβαση δεν απαιτούνται ειδικοί ελεγκτικοί μηχανισμοί και άλλα πολύπλοκα. Το μόνο ζητούμενο είναι η αναγκαία πολιτική βούληση. Η κυβέρνηση, άλλωστε, οφείλει να αντιμετωπίσει σφαιρικά το μείζον πρόβλημα του φορολογικού συστήματος. Το ισχύον είναι και αναποτελεσματικό και κοινωνικά άδικο. Η κοινωνική ευαισθησία μιας κυβερνήσεως δεν αποδεικνύεται με συλλήβδην παροχές, οι οποίες επιβαρύνουν το έλλειμμα και το δημόσιο χρέος, αλλά με διορθωτικές παρεμβάσεις και μεταρρυθμίσεις, οι οποίες κατανέμουν δικαιότερα και τα φορολογικά βάρη και το κόστος του εκσυγχρονισμού.