ΣTΑΣΕΙΣ (24-01-97)

Θεατές

Μας περισσεύει λοιπόν μια ζωή; Μας περισσεύει ένας άνθρωπος ετών είκοσι έξι; Φαίνεται πως ναι. Φαίνεται πως πια το πήραμε απόφαση να μη δαπανούμε την πολύτιμη ευαισθησία μας για τον πρώτο τυχόντα, να μη συγκινούμαστε ούτε μπροστά στο έσχατο επιχείρημα: την αυτοανάλωση ενός ανθρώπου που, νιώθοντας αποκλεισμένος, παίζει κορόνα γράμματα ό,τι του έχει απομείνει: τη ζωή του - δηλαδή τον αυτοσεβασμό του. Και φαίνεται ακόμη πως δεν είναι ακραίο και αφελές εκείνο το σύνθημα που συχνά πυκνά εισβάλλει, μαυρογραμμένο, στον ασφαλή μας ορίζοντα: «Προσοχή: Οι τοίχοι έχουν αυτιά - και τ' αυτιά σας έχουν τοίχους». Απόρθητους τοίχους, καμωμένους από συνήθεια και βαριεστημάρα, από αδιαφορία και ωχαδερφισμό. Ο κρατούμενος Σπύρος Δαπέργολας έχει ήδη διανύσει 78 μέρες ως απεργός πείνας, και κοντά μια βδομάδα τώρα δεν πίνει καν νερό. Ποιο είναι το «υπερβολικό», το «μαξιμαλιστικό» αίτημά του; Τίποτε παραπάνω -αλλά και τίποτε λιγότερο- από ό,τι δικαιούται διά νόμου και ο έσχατος υπήκοος της ευνομούμενης πολιτείας μας: να οριστεί η δίκη του, ή, εφόσον η κράτησή του έχει ήδη υπερβεί το νόμιμο δεκαοκτάμηνο, να αποφυλακιστεί. Κι ωστόσο αυτό το δεκαοκτάμηνο στη δική του περίπτωση αποδεικνύεται εκτατό, ελαστικό, για να αποδειχθεί ταυτόχρονα ότι οι νόμοι παραμένουν ό,τι και στα χρόνια του Σόλωνα και του Ανάχαρση: ιστοί αράχνης, που πιάνουν τους ανίσχυρους, αλλά οι ισχυροί τούς διαρρηγνύουν. Για τον απεργό πείνας λοιπόν, το δεκαοκτάμηνο αποτελείται από... είκοσι πέντε μήνες, σύμφωνα με απόφαση του Συμβουλίου Εφετών. Και δεν μπορεί να μη θυμηθεί κανείς ότι σε άλλες περιπτώσεις κάποιοι καθ' ύλην αρμόδιοι επέτρεψαν με τη ραθυμία τους (για να μη χρησιμοποιηθούν βαρύτεροι χαρακτηρισμοί) να παρέλθει άπραγο το κρίσιμο δεκαοκτάμηνο, ώστε έτσι να αποφυλακιστούν αδίκαστοι άνθρωποι βαρυνόμενοι με δεινές κατηγορίες, ορισμένοι εκ των οποίων δεν έχασαν την ευκαιρία να αναζητήσουν την ελευθερία τους στο εξωτερικό. Να υποθέσουμε ότι οι κυβερνήτες αγνοούν το θέμα; Να υποθέσουμε ότι, έπειτα από δυόμισι μήνες απεργίας, δεν έτυχε να πληροφορηθούν τίποτε σχετικό, γι‹ αυτό και αδρανούν; Απίθανο μοιάζει, όσο κι αν συνηθίζουν να κλείνονται στον ηδονικό εξουσιαστικό τους μικρόκοσμο και να κλείνουν τα παράθυρα της ακοής τους σε οτιδήποτε ενοχλητικό. Το πιθανότερο είναι ότι θεωρούν το ζήτημα ευτελές εν σχέσει με τις σπουδαίες απασχολήσεις τους. Επιπλέον, ακόμη κι αν δαπανήσει εαυτόν ο απεργός πείνας, μπορούν ανέτως να ισχυριστούν ότι «η Δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη», γι' αυτό κι έμειναν να παρακολουθούν ατάραχοι το τέλος ενός ανθρώπου. Μήπως κι όταν πιέζουν τη Δικαιοσύνη να κινηθεί «αυτεπαγγέλτως» εναντίον απεργών, από τον απόλυτο σεβασμό προς την ανεξαρτησία της δεν ορμώνται;

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ