TI-ΒI-α (21-01-97)
Εκεί που θαρρείς πως αυτή η επέλαση της τηλεοπτικής φτήνιας θα καταπιεί τη ζωή και την ανάσα του κόσμου, εκεί που θαρρείς πως δεν υπάρχει αντίσταση στο τηλεοπτικό τίποτε, ότι είναι αυτό που γίνεται πανίσχυρο, ακαταμάχητο, όλο και ξεφυτρώνουν μικρές ελπίδες, ότι το παγωμένο μούδιασμα που μεταδίδει η γυάλινη οθόνη στο σώμα των ανθρώπων δεν θα φτάσει ώς την καρδιά. Τέτοια ελπίδα ένιωσα βλέποντας Πγια δεύτερη φορά εφόσον προβλήθηκε σε επανάληψηΠ την εκπομπή της Ρένας Θεολογίδου «Ριμέικ» στην ΕΤ2, που ήταν αφιερωμένη στην ελληνική γλώσσα και ακόμη ειδικότερα στη γλώσσα των δημοσιογράφων, τη γλώσσα των μίντια, με λίγα λόγια την κυρίαρχη γλώσσα.
Συνομιλητές ήταν ο καθηγητής Γιώργος Μπαμπινιώτης και οι δημοσιογράφοι Πέτρος Ευθυμίου και Γιάννης Τζανετάκος, οι οποίοι υπήρξαν και εισηγητές του συνεδρίου που έγινε προ καιρού με θέμα την ελληνική γλώσσα. Την εκπομπή απασχόλησε η γλώσσα των μίντια και κυρίως η γλώσσα της τηλεόρασης, γιατί αυτή είναι που έχει επιβληθεί στον πολιτισμό της εποχής. Το πρόβλημα το έθεσαν όλοι με σαφήνεια: έχει εκπέσει η ελληνική γλώσσα, δεν την μιλάμε, δεν τη χρησιμοποιούμε σωστά. Ιδίως δε στην τηλεόραση, πολλές από τις εκπομπές παρουσιάζονται από ανθρώπους που δεν έχουν την κατάρτιση, τη μόρφωση, η οποία απαιτείται για ένα τέτοιο έργο, χρησιμοποιούν περιορισμένο λεξιλόγιο, κάνουν λάθη, παραποιούν λέξεις χάριν «μοντερνισμού» και έτσι διαμορφώνουν ένα λόγο χαμηλής ποιότητας, από τον οποίο λείπουν το ήθος και οι αξίες, όπως άλλωστε και από το μεγαλύτερο μέρος του τηλεοπτικού προγράματος. Τα παιδιά μεγαλώνουν με αυτόν τον πολιτισμό της εικόνας, όπου ο λόγος έχει όλο και μικρότερη αξία, γίνεται αποσπασματικός, το ίδιο και η σκέψη τους, ενώ η χαμηλή ποιότητα τηλεοπτικών θεαμάτων τα «εκπαιδεύει» στη νωθρότητα. Για την ευκολία με την οποία διατίθεται η διαχείριση τριών ή τεσσάρων ωρών τηλεοπτικού χρόνου, σε οποιονδήποτε έχει το θράσος να τις αναλάβει και να κάνει εκπομπή, χωρίς να έχει απασχολήσει κανέναν αν έχει τα προσόντα, τη μόρφωση που απαιτείται, μίλησε ο Πέτρος Ευθυμίου. Η εκπομπή φλογίστηκε, όταν οι παρατηρήσεις του έγιναν καταγγελίες, όταν επισημαίνοντας πολύ σωστά ότι στην εποχή μας με την κυριαρχία των μίντια είναι τελικώς οι δημοσιογράφοι που αναλαμβάνουν την ηθική, κοινωνική, ψυχική και γλωσσική αγωγή των παιδιών, τόνισε με πάθος πως δεν μπορεί ο «κάθε αλμπάνης, ο κάθε καραγκιόζης να διαχειρίζεται τρεις ώρες τηλεοπτικού χρόνου με ευκολία και αυτό να το αμείβουν και να το επιβραβεύουν τα κανάλια».
Διευκρινίζοντας, φυσικά, ότι και η τηλεόραση ακολουθεί το ρεύμα των ημερών, όπου ο «καθένας είναι ό,τι δηλώσει», επομένως και στην τηλεόραση, όσοι δηλώνουν ότι είναι «δημοσιογράφοι» ή ότι μπορούν να αναλάβουν δημοσιογραφικό έργο γίνονται αποδεκτοί άνευ όρων και ορίων.
Είπε ακόμη, ο Πέτρος Ευθυμίου, ότι το τηλεοπτικό θέαμα και η ποιότητά του, οι επιλογές δηλαδή των καναλιών παίζουν καθοριστικό ρόλο και στην ποιότητα της γλώσσας που μαθαίνουμε. Με όλα αυτά τα reality show είναι φυσικό να αναδεικνύεται ως κυρίαρχος ένας λόγος περιθωριακός, περιορισμένος, μια και από τα δέκα εκατομμύρια των Ελλήνων επιλέγονται να παρουσιαστούν σ' αυτές τις εκπομπές οι πιο ακραίες και περιθωριακές περιπτώσεις. Συνέδεσε τέλος την ποιότητα της γλώσσας με την ποιότητα του πολιτισμού μιας κοινωνίας και των αξιών της. Οσο υπάρχει αυτή η κοινωνική απαξίωση, όσο δεν παλεύουμε να υπάρξουν πρότυπα για τα παιδιά, όσο δεν τους προσφέρουμε αγωγή, ήθος και όταν ακόμη ευτελίζεται η δημόσια ζωή με τις «προσωπικές» εξομολογήσεις δημοσίων προσώπων για ιδιωτικές τους στιγμές, τότε ευτελίζεται και η γλώσσα.
Περισσότερο ήπιος και αισιόδοξος ο καθηγητής Μπαμπινιώτης είπε, πως οι Ελληνες δεν είναι απαίδευτος λαός και η παιδεία μας δεν είναι τόσο χαμηλής ποιότητας, απόδειξη τα παιδιά, τα οποία σπουδάζουν στα ξένα πανεπιστήμια και ανταποκρίνονται θαυμάσια στις απαιτήσεις. Α! ήταν μια ωραία, μια ζωντανή εκπομπή κι ας θεωρείται το θέμα της τηλεοπτικώς αντιεμπορικό. Επραξε άριστα η ΕΤ2 που την επανέλαβε και θα ήταν ακόμη καλύτερα αν η κρατική τηλεόραση συνέχιζε την προσπάθεια με πολλές ακόμη τέτοιου είδους εκπομπές.
«Τηλέμαχος»